Ηθική και νομική κατάκτηση | το τεκμήριο της αθωότητας (αρθρογραφία)
Η αρχή του in dubio pro reo συνιστά ιδιαίτερη έκφραση της αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας. Πρέπει να διαπιστωθεί νόμιμα η ενοχή του κατηγορουμένου χωρίς να έχει αυτός το βάρος απόδειξης της αθωότητάς του. Θα πρέπει ο δικαστής να πεισθεί πλήρως και να σχηματίσει δικανική πεποίθηση περί της ενοχής του κατηγορουμένου για να τον κηρύξει ένοχο. Έστω και ελάχιστες αμφιβολίες να έχουν δημιουργηθεί, υπάρχει υποχρέωση -ηθική και νομική- να εκδοθεί απαλλακτική απόφαση.
Εξάλλου, με το άρθρο 6, παρ. 2 της ΕΣΔΑ θεμελιώνεται αρχή, κατά την οποία τεκμαίρεται ότι «ο κατηγορούμενος για τη διάπραξη εγκλήματος είναι αθώος, έως ότου αποδειχθεί κατά νόμο η ενοχή του».
Στο άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εκτίθεται αντιστοίχως ότι «κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο». Η αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας αναγνωρίζεται σε όλες τις έννομες τάξεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ως απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου.
Η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, σε περίπτωση που είναι καταδικαστική, θα πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δηλαδή να αναφέρονται σ` αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Και το σημαντικότερο, να μην υπάρχει ίχνος αμφιβολίας στις παραπάνω σκέψεις και για τα πραγματικά περιστατικά.
Το ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ είναι ύψιστο δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου. Το άρθρο 71 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφέρει ότι : «Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο».
Κάθε άνθρωπος θεωρείται αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου και η Πολιτεία μέσω των οργάνων της οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου, όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο. Η αρχή αυτή επιβάλλει το δικαστήριο εν αμφιβολία να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo).
Δυστυχώς, δεν είναι λίγες οι φορές που το τεκμήριο αθωότητας στην πράξη αίρεται η έστω υποχωρεί υπό το κράτος του λεγόμενου «κοινού περί Δικαίου αισθήματος» όπως πολύ συχνά αυτό διαμορφώνεται ή αποτυπώνεται σε ΜΜΕ ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Με μία διαφορά: το τεκμήριο δεν είναι λάστιχο. Δεν υποχωρεί εν’ όψει της βαρύτητας ενός εγκλήματος ή της κοινωνικής του απαξίωσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ήτοι της εφαρμογής του κατά το δοκούν, θα κατέληγε από θεμελιώδη αρχή νομικού πολιτισμού σε επιλεκτικό όπλο υπέρ ή κατά του εκάστοτε κατηγορουμένου. Ο ισχυρός θα το επικαλείτο και ο αδύναμος θα το είχε απωλέσει.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα θεωρήσετε κάποιον ένοχο πριν να υπάρξει αμετάκλητη καταδίκη, σκεφτείτε απλά αν η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη λειτουργούν εκ των προτέρων τιμωρητικά ή ως ασπίδες προστασίας ενός ανθρώπου που εκ της φύσεως της θέσης του ως κατηγορουμένου ή υπόπτου βρίσκεται σε δυσχερή κατάσταση ούτως ή άλλως. Απλά να έχετε υπόψιν ότι όσες φορές μία χώρα έκανε την πρώτη επιλογή, βρέθηκε και αυτή κατηγορουμένη στα έδρανα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων…