Ευαγγελισμός της Θεοτόκου | το γεγονός και η μεγάλη γιορτή του Χριστιανισμού
Με την λέξη Ευαγγελισμός αναφερόμαστε στη χαρμόσυνη είδηση για τον Χριστιανισμό, της επικείμενης γέννησης του Ιησού Χριστού, που δόθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ προς τη Μαριάμ. Επίσης, με τον ίδιο όρο αναφερόμαστε στην εκκλησιαστική θεομητορική εορτή που τελείται την 25η Μαρτίου προς ανάμνηση του γεγονότος αυτού.
Ευαγγελισμός σημαίνει αναγγελία χαρμόσυνης είδησης και ετυμολογικά προέρχεται από το ευάγγελος (=ευ+άγγελος < αγγέλω) μια πολύ παλαιότερη ελληνική λέξη (Οδύσσεια, ξ 152-153: ως νείται Οδυσσεύς ευαγγέλιον δε μοι έστω […]).
Το γεγονός κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, περιγράφεται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ.1: 26-38: ως ακολούθως:
26 Εν δε τώ μηνί τώ έκτω απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ από τού Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, ή όνομα Ναζαρέτ 27 προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ώ όνομα Ιωσήφ, εξ οίκου Δαυίδ, και το όνομα της παρθένου Μαριάμ. 28 και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σού ευλογημένη σύ εν γυναιξίν. 29 η δε ιδούσα διεταράχθη επί τώ λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. 30 και είπεν ο άγγελος αυτή Μή φοβού, Μαριάμ εύρες γάρ χάριν παρά τώ Θεώ. 31 και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. 32 ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός αυτού, 33 και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. 34 είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; 35 και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού. 36 και ιδού Ελισάβετ η συγγενής σου και αυτή συνεληφυία υιόν εν γήρει αυτής, και ούτος μην έκτος εστίν αυτή τή καλουμένη στείρα 37 ότι ουκ αδυνατήσει παρά τώ Θεώ πάν ρήμα. 38 είπεν δε Μαριάμ Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου. και απήλθεν απ’ αυτής ο άγγελος.
Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά το γεγονός του Ευαγγελισμού έλαβε χώρα στη Ναζαρέτ, το ασήμαντο αυτό χωριό που δεν συναντάμε ούτε στην Παλαιά Διαθήκη, ούτε στο Ταλμούδ, ούτε στα κείμενα του Ιώσηπου. Η περιφρονημένη αυτή περιοχή, από την οποία οι άνθρωποι σκέπτονταν αν δύναται τι αγαθόν είναι; (Ιωάν. 1:46), αποτελεί την πατρίδα των γονέων της Μαρίας (Μαριάμ) και της ίδιας της μητέρας του Ιησού και πιθανόν και του μνήστορος Ιωσήφ. Τελικά όμως, η Ναζαρέτ τιμήθηκε ιστορικά ως η ιδιαίτερη πατρίδα του Ιησού Χριστού, του επονομαζόμενου και “Ναζωραίου”.
Σύμφωνα με την παράδοση και στοιχεία που αντλούνται από πολλά απόκρυφα κείμενα, το κορίτσι που έμελλε να γίνει η μητέρα του Ιησού Χριστού, έζησε σ’ ένα φτωχικό σπίτι της Ναζαρέτ, όπου η καθημερινή ζωή της περιελάμβανε μεταξύ άλλων, τις πνευματικές ενασχολήσεις που επέβαλλε το τυπικό της ιουδαϊκής θρησκείας (προσευχή, μελέτη των Γραφών, συμμετοχή στις λατρευτικές εκδηλώσεις της Συναγωγής). Ο Λουκάς άλλωστε, περιγράφει τη Μαρία ως μια ευσεβή Ιουδαία (Λκ. 2:22, 27, 39).
Τον έκτο μήνα από την σύλληψη του Προδρόμου, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, σταλμένος από τον θεό, συναντά την Μαρία στο μέρος όπου διέμενε και της απευθύνει τον χαιρετισμό: “Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου“. Το “χαίρε” του αγγέλου δεν είναι ένας απλός χαιρετισμός, αλλά θυμίζει τις επαγγελίες για την έλευση του Κυρίου στην αγία πόλη του (π.χ. “Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι…” Ζαχ. 9:9).
Στον χαιρετισμό αυτό, η Μαρία αντιδρά φυσιολογικά για ένα κορίτσι περίπου δεκατεσσάρων ετών, που θα είχε σχεδόν μηδενικές κοινωνικές συναναστροφές. Οι λέξεις του Γαβριήλ “κεχαριτωμένη”, “ευλογημένη συ εν γυναιξίν” δεν είναι από αυτές που συνήθιζε να ακούει ένα κορίτσι αντίστοιχης ηλικίας και κοινωνικής θέσης. Αρχίζει έτσι να διερωτάται “ποταπός είη ο ασπασμός ούτος“, δηλ. ποιας προέλευσης (θείας ή μή) ήταν αυτός ο χαιρετισμός, συνετιζόμενη ίσως από το παράδειγμα της σχετικής εμπειρίας που είχε η Εύα στον παράδεισο.
Ο άγγελος, βλέποντας τον δισταγμό της, την καθησυχάζει με τη φράση “Μή φοβού”, που παρόμοιες συναντάμε συχνά στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη σε γεγονότα θείων αποκαλύψεων (Μτ. 1:20, 14:27 -Μκ. 5:36 -Λκ. 1:13, 1:30, 2:10 – Ιησ. 1:9, Κρ. 6:23, Ιερ. 1:8, Δαν. 10:12 κ.ά.). Αμέσως μετά της δηλώνει ότι βρήκε χάρη από το Θεό, πράγμα που δείχνει πως η Μαρία συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα σε εκείνα τα πρόσωπα που έγιναν αποδέκτες της εύνοιας του Θεού (Γέν. 6:8, Έξ. 33:13 κ.ά.).
Ακολούθως, ο Γαβριήλ φανερώνει το περιεχόμενο της ευαγγελίας του. Η Μαρία πρόκειται να φέρει στον κόσμο ένα γιο τον οποίο θα ονομάσει Ιησού και ο οποίος “έσται μέγας” και θα αναγνωριστεί από όλους ως “υιός υψίστου“. Για να δηλωθεί πως ο υιός αυτός θα είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, αναφέρει την καταγωγή του εκ του Δαυίδ όπως προείπαν οι προφήτες και το αιώνιο της Βασιλείας του κατά τον Δανιήλ: “δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος” (βλ. 2Σαμ. 7:12 – Ησ. 9:6-7 – Δαν. 2:44, 4:3, 6:26, 7:14).
Αμέσως μετά, η Μαρία εκφράζει μια εύλογη απορία, που δείχνει ότι ο Λουκάς αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας, όπως και σ’ όλο του το έργο άλλωστε ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2:36, 14:26, 18:29) και για την παρθενία (Πραξ. 21:9). Αναφέρει βέβαια το γάμο της Μαρίας με τον Ιωσήφ (Λκ 1:27, 2:5), γιατί βλέπει στο γεγονός αυτό τη βάση της μεσσιανικής νομιμότητας του Ιησού (3:23 εξ) καθώς η αποκάλυψη του θεού, ανταποκρίνεται πάντοτε στα συγκεκριμένα δεδομένα της ιστορίας. Ο “γάμος” της με τον Ιωσήφ έδωσε την αναγκαία νομιμότητα στα γεγονότα που επακολούθησαν, χωρίς καμιά υποψία και μομφή. Μέσα στο μυστήριο αυτό της γέννησης του Ιησού, πίσω από το ιστορικό και κοινωνικό προσκήνιο, υπάρχει και μια άλλη αλληλουχία πραγμάτων, εκείνη που ανήκει σε μιας άλλης φύσεως πραγματικότητα, που δεν είναι θεατή και αποδεκτή από όλους. Στα ιερά κείμενα η αλληλουχία αυτή εκφράζεται με την επισήμανση ότι ο Ιησούς ήταν μόνο “ο υιός της Μαρίας” και απλώς “ενομίζετο” ως υιός του Ιωσήφ (Λκ. 3:23).
Ο Λουκάς λοιπόν τονίζει για τη νεαρή σύζυγο ότι είναι παρθένος και αυτό φαίνεται από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: “Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;” που σημαίνει: “πως θα γίνει αυτό, αφού ως τώρα δεν έχω συζυγικές σχέσεις”. Ο Λουκάς υπαινίσσεται πως η Μαρία ρωτάει όχι από απιστία αλλά για να μάθει τον τρόπο, αφού την ερώτησή της δεν ακολουθεί κάποιο αντίστοιχο επιτίμιο όπως στον Ζαχαρία που έδειξε να μην πιστεύει την γέννηση του Προδρόμου (Λκ. 1:20). Καταλαβαίνει ίσως η Μαρία πως θα γίνει αμέσως μητέρα, όπως άλλωστε συνέβη στη μητέρα του Σαμψών που συνέλαβε μόλις ο άγγελος της ανήγγειλε τη μητρότητα της (Κρ. 13:5-8). Το ερώτημά της Μαρίας, οδηγεί τον Γαβριήλ να της αναγγείλει την παρθενική σύλληψη του Ιησού με τρόπο υπερφυσικό. Για την πλειοψηφία των χριστιανών, ο στίχος “Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού” ερμηνεύεται “Τριαδολογικά”, που σημαίνει ότι αναγνωρίζονται στον στίχο αυτόν δρώντα τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας: Ο Πατέρας (δύναμις υψίστου), ο Υιός (υιός Θεού) και το Άγιο Πνεύμα (Πνεύμα άγιον επελεύσεται).
Κατόπιν, ο άγγελος συνεχίζει, και ως πιστοποίηση της δύναμης του Θεού για το θέμα αυτό της σύλληψης, φέρνει το παράδειγμα της Ελισσάβετ η οποία αν και ήταν σε προχωρημένη ηλικία ήταν ήδη στον έκτο μήνα της κυοφορίας της.
Στο τέλος της Ευαγγελικής περικοπής, ένα σημαντικό, θεολογικό μήνυμα περιέχεται: ο Γαβριήλ τελείωσε μεν την ευαγγελία του προς την Παρθένο, όχι όμως και την αποστολή του. Περιμένει τη συγκατάθεση της Μαρίας. Για τον Λουκά, ούτε μια τέτοια σπουδαία ενέργεια του Θεού δεν αφαιρεί από τον άνθρωπο το χάρισμα της συνδημιουργίας: “Ευτυχισμένη Μαρία, ο κόσμος όλος περιμένει τη συγκατάθεσή σου” αναφέρει ο ιερός Αυγουστίνος. Πράγματι, η μητρότητα αυτή είναι θεληματική. Μπροστά στην απροσδόκητη κλήση που της αναγγέλλει ο Γαβριήλ, η Μαρία ενδιαφέρεται να καταλάβει το κάλεσμα του Θεού. Όταν η Μαρία διαφωτίζεται πλήρως, δέχεται, και η διακονία της, είναι προπάντων ελευθερία.
Ο Ευαγγελισμός στα απόκρυφα χριστιανικά κείμενα
Καθώς τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια επικεντρώνουν την προσοχή τους στα βασικά γεγονότα της ζωής, του θανάτου και της ανάστασης του Χριστού και στο μήνυμα που απορρέει από τα γεγονότα αυτά, για τη Μαρία δεν γίνεται λόγος αυτοτελώς, αλλά πάντα σε σχέση με τον Ιησού οπότε και οι βιογραφικές πληροφορίες των Ευαγγελίων είναι περιορισμένες. Στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πολλές βιογραφικές πληροφορίες για την Μαρία προέρχονται από τα λεγόμενα απόκρυφα χριστιανικά κείμενα.
Το αρχαιότερο και σημαντικότερο από τα απόκρυφα, το ονομαζόμενο Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου προέρχεται από το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα, πιθανώς από την Αίγυπτο.
Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, ένας άγγελος ευαγγελίζεται τη Μαρία, ενώ βρίσκεται στο φρέαρ με το σταμνί της, ότι θα συλλάβει με τη δύναμη του Θεού και θα γεννήσει γιο. Η σκηνή αυτή ονομάζεται “Ευαγγελισμός παρά το φρέαρ” και επαναλαμβάνεται όταν η Μαρία επέστρεψε στο σπίτι της. Το γεγονός υποτίθεται ότι συνέβη όταν ήταν δεκαέξι ετών.
Επίσης, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, περιγράφεται αλλά με πιο έντονο και μυστηριώδη τρόπο, στο απόκρυφο Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου, του 4ου μ.Χ. αιώνα:
Συγκεντρώνονται οι απόστολοι για να ρωτήσουν πως συνέλαβε η Μαρία τον Κύριο. Διστάζουν όμως και τελικά την πλησιάζει ο Βαρθολομαίος και τη ρωτάει “πως συνέλαβες τον ασύλληπτο, πως βάσταξες αυτόν που είναι αβάσταχτος;“. Ή Μαρία απαντά ότι την πλησίασε ο άγγελος και τότε “το καταπέτασμα του Ναού σχίστηκε και έγινε ένας πολύ μεγάλος σεισμός […] Εκείνος άπλωσε το χέρι του και με σήκωσε. Κοίταξα ψηλά στον ουρανό και ήρθε ένα σύννεφο δροσιάς και με ράντισε […]”.
Ο άγγελος τότε πήρε ένα ψωμί “και το έβαλε πάνω στο βωμό του ναού και έφαγε απ’ αυτό πρώτα ο ίδιος και έδωσε επίσης και σε μένα […] και…ένα ποτήρι γεμάτο κρασί και ήπιε πρώτα ο ίδιος και έδωσε κατόπιν σε μένα”.
Καθώς η Μαρία έλεγε αυτά “εμφανίσθηκε όμως ο Κύριος ξαφνικά και είπε στη Μαρία. Μη φανερώσεις τούτο το μυστήριο, ειδάλλως ολόκληρη η κτίση σήμερα θα φτάσει στο τέλος της”.
Στη διάρκεια των αιώνων, από το σύνολο των απόκρυφων κειμένων, άλλα καταδικάστηκαν από την Εκκλησία και άλλα, παρά το ότι συγκρινόμενα προς τα κανονικά Καινοδιαθηκικά κείμενα υπολείπονταν σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης, έγιναν αγαπημένα λαϊκά αναγνώσματα ή ενέπνευσαν έργα τέχνης όπως οι σκηνές από την παιδική ηλικία της Μητέρας του Ιησού και την κοίμησή της. Παρόλα αυτά, το σύνολο των αποκρύφων δεν προσφέρει ουσιαστικά κανένα νέο στοιχείο, αλλά κυρίως αναλύει γεγονότα που δεν τυγχάνουν εκτεταμένης αναφοράς στα κανονικά Ευαγγέλια.
Θεομητορική εορτή
Η Παναγία Ευαγγελίστρια, Τήνου
Σαφείς μαρτυρίες περί της έναρξης του εορτασμού του ευαγγελισμού της ενσάρκωσης του Ιησού δεν υπάρχουν. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι καθιερώθηκε να εορτάζεται στις 25 Μαρτίου κατά τους χρόνους που είχε πλέον καθιερωθεί ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, δηλαδή περί τον 4ο αιώνα. Κάποιοι λόγοι που αναφέρονται στον εορτασμό αυτό των Αγίων Γρηγορίου και Αθανασίου του Μεγάλου αποδείχθηκαν νόθοι, πολύ μεταγενέστεροι αυτών.
Πρώτη επίσημη μαρτυρία εορτασμού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου απαντάται στο Α΄ Κεφάλαιο των πρακτικών της συνόδου του Τολέδου το 656. Παρατηρώντας κατ΄ αυτό η Σύνοδος εκείνη ότι ο εορτασμός αυτός τελούνταν στην Ισπανία κατά διάφορες ημέρες, αναφερόμενη στον 51ο κανόνα της Συνόδου της Λαοδίκειας, παραγγέλλει την αποφυγή του κατά τη Τεσσαρακοστή και τη μεταφορά της στο προ των Χριστουγέννων οκταήμερο. Αργότερα κατά τη Σύνοδο εν Τρούλλω (692), διαφαίνεται ότι ο εορτασμός αυτός ήδη υφίσταται (κανόνας 52). Κατόπιν αυτών από τα μέσα του 7ου αιώνα ο εορτασμός είχε γενικευθεί να τελείται εννέα μήνες προ του εορτασμού των Χριστουγέννων.
Εκ των παραπάνω διαφαίνεται ότι αρχικά ήταν Δεσποτική εορτή και στη συνέχεια συμπεριελήφθη στις Θεομητορικές εορτές. Σημειώνεται ότι στο Κοπτικό εορτολόγιο παραμένει ως Δεσποτική εορτή με την ονομασία, αντί «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», «Εορτή της Σύλληψης του Ιησού Χριστού».