Αρθρογραφίανέαπρωτοσέλιδο Β

Η σουσουράδα | αληθινή ιστορία

Είναι μέρες τώρα που η μικρή σουσουράδα προσπαθεί ν’ αυτοκτονήσει πάνω στα μεγάλα μπλε παράθυρα.
Έπεσε στην αντίληψή μου για πρώτη φορά πριν μερικές μέρες.
Κάθεται πάνω στο στύλο απέναντι απ’ το τελευταίο βορινό παράθυρο κι ορμά με φόρα πάνω του. Ντούουπ. Και ξανά. Και ξανά.
Μιά, δυό, τρεις, δεκατρείς. Κάθομαι απέναντι, στο τραπέζι δίπλα απ’ την αναμμένη σόμπα και την παρακολουθώ προσεκτικά.
Εξαντλημένη γυρνά και κάθεται ξανά πάνω στο στύλο για λίγο, να ξεζαλιστεί φαντάζομαι, κι αρχίζει απ’ την αρχή. Αν ήταν άνθρωπος σίγουρα ένα κουτί αναβράζον ντεπόν δεν θα ‘τανε αρκετό να σβήσει τον πονοκέφαλο. Ίσως επειδή είναι πουλί, το κεφάλι του να μην περιέχει τίποτα. Ή να είναι τόσο αμελητέα ποσότητα που να μην καταγράφει τη δόνηση.
Δεν ξέρω. Δε θυμάμαι πια. Είναι πολλά χρόνια από τότε που η φυσική ιστορία βάραινε τη σχολική μου τσάντα.
Ήμουνα καλή στη φυσική ιστορία. Και στη γεωγραφία. Και στην ιστορία. Γενικά καταβρόχθιζα ότι είχε μελάνι πάνω του.
Αυτόν τον καιρό το μελάνι το βγάζω εγώ και μουτζουρώνω σελίδες . Μάλλον μου χει προκαλέσει δυσπεψία. Υποθέτω πως δεν αφομοιώνεται τελείως και δημιουργεί παρενέργειες. Ντούπ.
Να την πάλι. Δεν το βάζει κάτω.
Την παρατηρώ ναι προσπαθώ να καταλάβω αν θέλει να πεθάνει, να μπει μέσα να φωλιάσει, ή αν ο αντικατοπτρισμός της στο παράθυρο την έχει συνεπάρει τόσο πολύ που προσπαθεί να συλλάβει το φευγαλέο είδωλο της.
Τα πουλιά όμως δεν μπορεί να είναι τόσο νάρκισσοι όσο οι άνθρωποι.
Άκυρη λοιπόν η τελευταία σκέψη μου.
Πέρυσι τέτοιο καιρό δεν υπήρχαν παράθυρα, μόνο μεγάλα ανοίγματα στους τοίχους που χάσκανε. Υποθέτω λοιπόν ότι το πιο πιθανό είναι πως κάπου μέσα στο τωρινό εστιατόριο ήτανε το πατρικό της. Κάπου εδώ μέσα γεννήθηκε ή μπορεί και να γέννησε η ίδια μια οικογένεια. Και τώρα που οι εποχές κάνανε κύκλο και ήρθε πάλι ο καιρός να κάνει οικογένεια απ’ την αρχή, ξαναγύρισε εκεί που η φύση της την καλεί.

Είναι μικρό κι όμορφο πουλί. Άσπρο και γκρίζο του δώσε κορμί σαν άτρακτο ο Θεός κι ύστερα σαν να το ξανασκέφτηκε τράβηξε και μερικές πινελιές μαύρες απ’ το κεφάλι ως τα φτερά. Την ουρά την έκαμε κατάμαυρη.
Ίσως να βαριούνται τη λεπτοδουλειά κι θεοί μερικές φορές και βούτηξε την ουρά ολόκληρη μες στις μπογιές που ‘βαφε τον κόσμο. Σκέφτομαι πως μπορεί αυτός να ναι κι ο λόγος που κουνά πέρα δώθε την ουρά της από τότε. Να θέλει να τινάξει από πάνω της το περίσσιο χρώμα .
Ντούπ.
Ο ξερός κρότος στο τζάμι διακόπτει τις ανοησίες της κεφαλής μου.
Είναι επίμονη. Κάνει ένα διάλλειμα κι αρχίζει πάλι απ’ την αρχή.
Ντούπ ντούπ, ντούπ.
Τη λυπάμαι, μα δεν μπορώ να τη βοηθήσω.
Τα μάτια μου γυρνάνε σ’ ένα άλλο φτερωτό ζωντανό που δεν μπορώ να βοηθήσω. Οικόσιτο. Στο πάτωμα έχω ένα κλουβί. Είναι πράσινο, βεραμάν νομίζω τη λένε αυτήν την απόχρωση και μου θυμίζει ταγιέρ ανοιξιάτικο από περιοδικά άλλων εποχών.

Είναι κομψό. Αυτή είναι η λέξη που το περιγράφει. Κομψό.
Είναι παλιό και ταλαιπωρημένο κλουβί κι η ταΐστρα κρατιέται στη θέση της μ’ ένα λαστιχάκι αμφιβόλου προέλευσης. Το ίδιο κι η ποτίστρα. Η πλάτη του είναι συναρμολογημένη με καφέ ταινία για δέματα.

Μα είναι όμορφα φτιαγμένο, λεπτεπίλεπτη δουλειά. Έχει ένα πορτάκι με γυριστά πλαίσια και στη μέση μια καρδούλα απ’ το ίδιο σύρμα. Το ίδιο και οι γωνιές του. Είναι καμπυλωτές και καταλήγουνε σ’ ένα τρούλο που μου θυμίζει το θόλο του Αη Παύλου, το μικρό ξωκλήσι απέναντι απ’ το πατρικό μου.

Μέσα στο κλουβί ζει ένα καναρίνι ασπρόμαυρο, με δυό κίτρινες λουρίδες στις άκρες των φτερών του.
Δεν κελαηδά. Κάποιος μου ‘πε πως είναι θηλυκό, γι’αυτό δεν κελαηδά.
Αδιάφορο είτε έτσι, είτε αλλιώς.
Δεν ξέρω τίποτα από καναρίνια, δεν μ’ ενδιέφεραν ποτέ.
Αυτό είναι αυτιστικό νομίζω. Όλη μέρα το ίδιο βιολί. Πηδάει απ’ το ξυλαράκι που ναι καρφωμένο κάπου στη μέση του κλουβιού, στο άλλο που ‘ναι σφηνωμένο λίγο ψηλότερα και σκουπίζει το ράμφος του κάθε δεύτερη φορά που πηδάει, δυο φορές, μια αριστερά, μια δεξιά.
Και ξανά απ’ την αρχή.
Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά;
Δε μ’ αρέσει το καναρίνι.
Ή πιο σωστά δε θέλω να ‘χω πουλιά σε κλουβιά. Ό,τι και να ναι αυτά. Θέλω να τ’ αφήσω ελεύθερο, μα δεν το κάνω για το δικό του καλό. Είναι τόσο εξημερωμένο που δε θα επιβίωνε ούτε μια μέρα έξω απ’ τη φυλακή του. Στην καλύτερη, θα γίνει γατοτροφή πρίμιουμ για τους αλητόγατους που συχνάζουν στο σκουπιδοτενεκέ. Στη χειρότερη, θα ψοφήσει απ’ την
στεναχώρια σιγά σιγά.
Το νοικάρη του κλουβιού, μαζί με την προίκα του, μου το χαρίσανε με το στανιό.
Όπως μου χαρίσανε και το σκύλο που δεν ήθελα. Κι αυτός με ψυχολογικά, είναι μονομανής.
Το μόνο που κάνει μέρα νύχτα είναι να προσπαθεί να λυθεί.
Θα μου πεις γιατί τα κράτησα και τα δυό;
Η Ευτυχία τα κάνει αυτά.
Γιατί δεν ξέρει να λέει όχι φαντάζομαι.
Πάντα λυπάται κάποιον ή κάτι και βρίσκεται φορτωμένη με ότι θέλουνε να ξεφορτωθούνε οι άλλοι.

Τα μάτια μου ξαναγυρνάνε πίσω στο παράθυρο. Κάτι είδα να πεταρίζει μέσα ή μου φάνηκε; Όχι, καλά είδα.
Κατάφερε και μπήκε πάλι μέσα η μικρή σουσουραδίτσα. Απ’ την πόρτα φαντάζομαι, γιατί τα παράθυρα έχουνε μέρες ν’ ανοίξουνε.
Μπήκε κι άρχισε το ίδιο καταχτύπι, από μέσα όμως αυτή τη φορά. Τώρα που κατάφερε αυτό που προσπαθούσε τόσο επίμονα, προσπαθεί να κάνει ακριβώς το αντίθετο.
Μου μοιάζει μάλλον.
Σηκώνομαι και πάω να της ανοίξω το παράθυρο για να βγει έξω. Ξέρω πως είναι θηλυκό, γιατί το στήθος της δεν έχει τη μαύρη ποδίτσα που στολίζει τ’ αρσενικό. Αλλά κι αυτό να μην ήξερα, πάλι θα ‘λεγα πως είναι θηλυκό.
Μόνο ένα θηλυκό θα συμπεριφερόταν έτσι αλλόκοτα.
Ανοίγω το παράθυρο διάπλατα και την αφήνω να βρει μοναχή της την ελευθερία της. Με τα πολλά τα κατάφερε.
Μη νομίσετε βεβαίως πως αυτό την σταμάτησε να ξαναπροσπαθεί να μπει μέσα απ’ το κλειστό τζάμι πάλι. Δε φαίνεται να την πτοεί το πάθημα της.
Πριν από μερικές μέρες είχε ξαναμπεί μέσα.
Ο Γιώργος, ένας πελάτης που έπινε τον καφέ του εκείνη την ώρα, την έπιασε με μια κίνηση.
«Βάλ’ την με το καναρίνι στο κλουβί, να ‘χει για λίγο παρέα» του πα, μισοαστειευόμενη.
Δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε εκείνη τη στιγμή. Σκέφτηκα πως ίσως η μοναξιά να ‘χε κάνει το καναρίνι αυτιστικό. Με το μυαλό μου λοιπόν φαντάστηκα πως μπορεί, αν είχε για λίγο παρέα, να σταματούσε να κλώθει το αόρατο πατρόν μεσ’ το κλουβί του. Ήθελα να ναι χαρούμενο, έστω και προσωρινά.
Ήτανε καλός καιρός και το ‘χα βγάλει έξω να χαρεί κι αυτό τη λιακάδα. Λένε πως ο ήλιος κάνει καλό στην κατάθλιψη.
Άνοιξα το πορτάκι προσεχτικά και έβαλε τη μικρή σουσουράδα μέσα. Μη θέλοντας να γίνω αδιάκριτη, γύρισα μέσα και τ’ άφησα να γνωριστούνε.
Χαζομάρα βέβαια που νόμισα πως ένα κλουβί μπαλωμένο με καφέ χαρτοταινία θα κρατούσε μέσα ένα αγριοπούλι.
Μέχρι να ξαναβγώ έξω, είχε γίνει άφαντο. Το πείραμα μου απέτυχε παταγωδώς.
Το καναρίνι ήτανε ολομόναχο όπως και πριν κι η λιακάδα δεν έμοιαζε να έχει καμιά επίδραση στη σεροτονίνη του.
Άραγε έχουνε και τα πουλιά σεροτονίνη; Ή είναι μόνο ανθρώπινη ορμόνη;
Προϋποθέτει την ύπαρξη ανεπτυγμένου εγκεφάλου η παρουσία της; Δεν ξέρω. Σκέφτομαι να το γκουγκλάρω, μα την τελευταία στιγμή παρατάω το τηλέφωνο στο τραπέζι.
Ανοησίες.
Θεέ μου τι αναρωτιέμαι;
Δεν έχει όρια ο νους τ’ ανθρώπου.
Ο δικός μου δεν έχει ούτε καν κοντέρ. Τρέχει ανεξέλεγκτα.

Τώρα που γράφω, η μικρή σουσουραδίτσα έχει μέρες να φανεί. Εύχομαι να ‘μαθε πως όσο κι αν προσπαθεί, δεν μπορεί ν’ αλλάξει την πραγματικότητα.
Ελπίζω λοιπόν να ‘χει κάνει φωλιά αλλού κι ας μου λείπει εμένα η παρουσία της. Άλλωστε έχω το καναρίνι να μου κάνει παρέα.
Και την Ευτυχία.
Αυτή δεν πάει πουθενά.
Δεν έμαθε ποτέ να πετάει.
Περάσανε μέρες από τότε.
Η ζωή είναι ακόμα στην κατάψυξη.
Σήμερα βρήκα το καναρίνι πεθαμένο, μπρούμυτα στον πάτο του κλουβιού του με τα φτερά του αναπουπουλιασμένα σαν φρεσκοτιναγμένο μινιόν μαξιλαράκι και τα πόδια του, δύο ξυλαράκια σταχτιά, τεντωμένα κάτω απ’ το σωματάκι του. Μου φάνηκε σαν να προσπαθούσε να ζεσταθεί, χουχουδιάζοντας τα φτερά του. Να ψόφησε απ’ το κρύο άραγε;
Μπορεί να ‘ναι Απρίλης πια, μα το κρύο είν’ ακόμα τσουχτερό. Ή μπορεί και να μην άντεξε άλλο τη μοναξιά του βλέποντας όλα τ’ άλλα πουλιά να κάνουν ότι η φύση τα ‘χει ορμηνέψει και ξέροντας πως αυτή ποτέ δε θα χαρεί. Μπορεί να σπάσε η καρδιά του.
Δεν ξέρω.
Το λυπήθηκα. Ένοιωσα ένοχη, σα να το σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια.
Τι ζωή πρόλαβε να ζήσει κι αυτό στους σύντομους μήνες που διάβηκε αυτό τον κόσμο; τι χάρηκε;
Ούτε τον ήλιο καν δεν ένοιωσε καλά καλά να ζεστάνει τα φτερά του και να διώξει τη μπλαβάδα απ’ τις μέρες του. Ούτ’ αυτό δεν αξιώθηκε. Δε μύρισε την άνοιξη.
Δεν είναι το ίδιο με τον καπνό της σόμπας που ναι πικρός . Η μυρωδιά της άνοιξης είναι μελένια .
Είχα όνειρα για το μικρό καναρίνι. Ήθελα να το κάνω χαρούμενο.
Να του πάρω λέει ένα καινούριο, βεραμάν κλουβί και να το κρεμάω όλη μέρα έξω στην αυλή να χαίρεται τη φύση. Κι αυτό να τιτιβίζει μέχρι να με κάνει να λέω αμάν πια! Μα δεν ήτανε γραφτό.
Κάτι δεν πάει καλά με τα όνειρα μου τελευταία και ψοφάνε. Ή αγκομαχούνε ασθματικά.
Αλόγιστη σπατάλη σκέφτομαι ξανά.
Σπατάλη μιας σύντομης ζωής η φυλακή του.
Το ‘πιασα σχεδόν ευλαβικά και το πέταξα στον κάδο. Μου φάνηκε ιεροσυλία αυτό που έκανα.
Σκέφτηκα να το θάψω, μα άκουσα τα γέλια σας στ’ αυτιά μου και δεν ήθελα να σας κάνω τη χάρη.
Αιωνία η μνήμη μικρό καναρίνι.
Θα μου λείψεις.
Μικρές, καθημερινές απώλειες.
Κενά παντού.

Μοιραστείτε την είδηση

Έφη Ανδρουλάκη

Αρθρογράφος