Αρθρογραφία

Η γεροντοκόρη

Τη θυμάμαι σαν όνειρο στη δύση της ζωής της , λίγο πριν πεθάνει, να ανεβαίνει μ’ ένα αυτοσχέδιο μπαστούνι τα τσιμεντένια σκαλιά στο πέτρινο διώροφο πατρικό της και να μονολογεί όπως συνήθιζε. Μέτριο μπόι, λιγνή και μαυροφορεμένη φιγούρα, με τα μαλλιά της κοτσίδα μακριά να προσπαθούν να δραπετεύσουν απ’ το σφιχτοδεμένο τσεμπέρι της.
Αν με ρωτούσατε πως ήταν το πρόσωπο της, ψέμματα θα λεγα. Ψέμματα θα τανε αν σας το ζωγράφιζα με την πένα μου. Τα πρόσωπα στην ηλικία που ήμασταν τότε ξεθώριαζαν τόσο γρήγορα, όσο έπαιρνε να αλλάξουμε νούμερο παπούτσια . Το μόνο που θα χάραζα με σιγουριά θα ‘τανε ένα κεφαλομάντηλο μαύρο, δεμένο κόμπο κάτω απ το σαγόνι, σαν κορνίζα στ’ αυλάκια που διέσχιζαν από πάνω ως κάτω ένα δουλεμένο στα χωράφια, ηλιοκαμένο πρόσωπο και το βλέμμα της. Γαλάζιο και διαπεραστικό, που όταν μας κοιτούσε, νόμιζα πως μπορούσε να μπει μέσα στα παιδικά κεφαλάκια μας και να μετρήσει τις αμαρτίες μας, μια μια. Και δεν ήτανε λίγες. Γεροντοκόρη τη φωνάζαμε πειραχτικά, γιατί παιδιά ως ήμασταν μας συγχωρούσαν να λέμε φωναχτά όσα οι μεγάλοι λέγανε ψιθυριστά πίσω απ’ την πλάτη της. Κι αυτή με τη σειρά της, μας συγχωρούσε θαρρώ, αν και δεν την πλησίασα ποτέ τόσο κοντά για να ‘μαι σίγουρη πως η αυθάδεια μου δε θα σταύρωνε όπως σταυρώνουν τα σπαθιά, με τη μαγκούρα της. 
Γεροντοκόρη βέβαια δεν ήτανε, τουλάχιστον όχι τυπικά. Το όνομα της δόθηκε επειδή στα σαρανταπέντε της ήτανε ακόμα ανύπαντρη. Μα και στα σαράντα έξι της που παντρεύτηκε, ο τίτλος ήτανε πια το δεύτερό της όνομα, δύσκολο να φύγει απ’ τα φαρμακερά στόματα των χωριανών της.
Κι αν νομίζετε πως πήρε κανένα χήρο να του μεγαλώσει τα παιδιά, λάθος κάνετε. Μα κι αν θαρρείτε πως ταίριαξε με κανένα απόμαχο γεροντοπαλίκαρο που αφέθηκε πια στη μοίρα του, για να τον γηροκομήσει, δύο φορές λάθος είστε. Πρωτοπόρα και τολμηρή ήτανε στη ζωή της, αφού γυναίκα μόνη κι αγράμματη, που δεν είχε πάει ούτε στο κεφαλοχώρι, πήρε παραμάσχαλα τυριά και λάδια και ένας Θεός ξέρει πόσα πλοία κι έφτασε ως τη Μασσαλία να δει τ’ αδέρφια της που ήταν μετανάστες, πρωτοπόρα ήτανε ακόμα και στο γάμο της. Και λέω ακόμα, γιατί για τα χρονικά εκείνα, στην κατοχή, ήτανε ανήκουστο βέβαια, όχι μόνο να παντρευτεί γυναίκα με άντρα που δεν της είχανε προξενέψει, μα κάποιον που θα μπορούσε να ‘ναι παιδί της.
Έναν εικοσιπεντάρη λοιπόν, με σώας τας φρένας και αρτιμελή νιο έκαμε άντρα της με παπά και με κουμπάρο κι ένα ζευγάρι στέφανα πλεγμένα από κληματαριά. Μπορεί ο γαμπρός να μην ήτανε πρώτο μπόι και να ‘χε μόνο τη βράκα που φορούσε, μα ήτανε καλοκαμωμένος και μερακλής και μετά το γάμο, σαν ήρθε πια σώγαμπρος στο σπίτι της νύφης, ανοιχτοχέρης με την περιουσία της γυναίκας του. Ένα μόνο κουσούρι άκουσα να διηγούνται τα στόματα αυτών που τον γνωρίσανε: είχε αδυναμία στα ξένα ζωντανά. Τετράποδο για τετράποδο δεν άφηνε να πάνε δύο μαζί. Ακόμα και το βούι, όπως λένε στην τοπική διάλεκτο το βόδι, μιας χήρας και ανυπεράσπιστης γυναίκας έκλεψε ο αθεόφοβος μαζί με άλλους όμοιους του, τρυπώντας τον τοίχο του στάβλου. 
Όσο για την περιουσία της γυναίκας του, πέτρα πάνω σε πέτρα δεν άφησε. Ότι δεν ήτανε καρφωμένο κάτω έκανε φτερά κι ότι ήτανε, πουλήθηκε. Βλέπεις δεν είχε η νύφη κι άντρες συγγενείς μεστούς για να πατήσουνε πόδι. Μια χήρα κουνιάδα είχε μοναχά κοντοσυγγενή, με ένα τσούρμο ανήλικα να κρέμονται απ την ποδιά της, ένα απ αυτά, κι ο δικός μου πατέρας. 
Μα η αλήθεια είναι πως ακόμα κι αν το σπίτι είχε δέκα άντρες δίμετρους, δύσκολο να τον έδιωχναν. 
Ο έρωτας που ήρθε τόσο αργοπορημένος έκαψε και ρίζωσε βαθιά στα σωθικά της. Σαν λιονταρίνα τον υπερασπιζόταν κάθε φορά που οι συγχωριανοί της π’ αγαπούσαν περισσότερο τα ζωντανά τους απ’ ότι τον σώγαμπρο, τον κατηγορούσαν ως τον απαγωγέα. Κουβέντα δεν ήθελε ν’ ακούσει κι ας λέγανε οι κακές γλώσσες πως οι αρετές του δεν περιορίζονταν μόνο στο ξάφρισμα, μα πως έδερνε κιόλας που και που την συμβία του. Ακόμα κι όταν τον στριμώξανε στα ύστερα κάποιοι απηυδισμένοι και τον κάμανε να φύγει κακήν κακώς απ το χωριό, αυτή τον Γιάννη της ζητούσε, τον μοναδικό άντρα που γνώρισε στη ζωή της κι έκανε την καρδιά της να χτυπήσει στα μεστά της πια χρόνια. Γεροντοέρωτας; Μπορεί. Ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά. Κοιτάζει μόνο την ανάγκη. 
Εκείνος, μικρός ακόμα έφυγε για τη μεγάλη πολιτεία, αφού η δράση του, γνωστή σ’ όλους, δε σήκωνε πια την επαρχία. Έκαμε οικογένεια, παράνομη βέβαια γιατί η πρώτη του γυναίκα, η γεροντοκόρη, ποτέ δεν του δώσε διαζύγιο. Τον τιμώρησε να ‘ναι οι κληρονόμοι του μπάσταρδα, αφού τα χρόνια εκείνα τα εξώγαμα παιδιά δεν μπορούσαν να πάρουν τ’όνομά σου. 
Κι εκείνη, γριά πια, όπως τη θυμάμαι, σκυφτή και ξερακιανή, φύλαγε ως το τέλος της τα κληματένια στέφανα τους σε μια δρύινη, μεγάλη κασέλα που ήταν για εμάς η σπηλιά του Αλαντίν. Γεμάτη παράξενα πράγματα, μια ρωγμή σ’ αλλοτινά χρόνια, ήτανε μουσείο μ’ εργαλεία άλλων εποχών, προικιά και πατανίες πολύχρωμες , πακέτα και πακέτα λεφτά πληθωρικά κατοχικά, που τα κλέβαμε όταν κοιμόταν και παίζαμε μπακάλικο και το πιο ποθητό απ όλα, είχε μέσα τα στέφανα. Πολλές φορές κάναμε την αποκοτιά να προσπαθήσουμε να τα βουτήξουμε, όχι πως μας γυάλιζαν στο μάτι ένα ζευγάρι κληματένια κουλούρια, μα γιατί την εξαγριώναμε. Ήτανε η πρόκληση που έβαζε το διάολο μέσα μας, η τόλμη να κάνουμε κάτι τόσο ανίερο που μας παρακινούσε. Όπως είπα και στην αρχή, οι αμαρτίες μας πολλές.
Μ’ αυτή θαρρώ ήτανε η μεγαλύτερη αμαρτία των παιδικών μου χρόνων. 
Χρόνια και χρόνια μετά, ίσως για να ξεπλύνω λίγο την αμαρτία μου, έδωσα τ’ όνομά της στο κοριτσάκι που γέννησα, αφού αυτή ποτέ παιδιά δικά της δεν κράτησε.
Φόρος τιμής, σε μια γυναίκα που βασάνισα, όπως μόνο η σκληρή αθωότητα ενός παιδιού μπορεί να βασανίσει , μια γυναίκα που τόλμησε να κάνει αυτό που ήθελε, σε μια εποχή που καμιά δεν τολμούσε. Αμφιβάλλω ακόμα κι εγώ, που λογαριάζω τον εαυτό μου κοσμογυρισμένο κι ανοιχτόμυαλο αν θα το τολμούσα. 
Καλά ταξίδια στην ψυχή της όπου κι αν βρίσκεται.

Μοιραστείτε την είδηση

Έφη Ανδρουλάκη

Αρθρογράφος