«Ηράκλειον» | 56 χρόνια από το ναυάγιο που συγκλόνισε την Ελλάδα
Το επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ-Ο/Γ) Ηράκλειον ήταν πλοίο (φέρι-μποτ κλειστού τύπου) που εκτελούσε την ακτοπλοϊκή συγκοινωνία Πειραιάς-Χανιά και Πειραιάς – Ηράκλειο (Κρήτη) την περίοδο 1965-1966, η κατάληξη του οποίου συνδέθηκε με μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στην Ελλάδα.
Το μοιραίο ταξίδι
Την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 1966 και ώρα 7:30 μ.μ., το Ηράκλειον απέπλευσε από το λιμάνι της Σούδας με μισή ώρα καθυστέρηση, μεταφέροντας 206 επιβάτες, 70 μέλη του πληρώματος και 17 φορτηγά στον Πειραιά. Πλοίαρχος του πλοίου ήταν ο Εμμανουήλ Βερνίκος. Το ίδιο βράδυ, πολλοί αθηναϊκοί κινηματογράφοι πρόβαλαν ένα διαφημιστικό φιλμ για τα σκάφη της “Εταιρίας Τυπάλδου”, τα οποία παρουσιάζονταν ως “τα πολυτελέστερα, τα ανετότερα και, φυσικά, τα ασφαλέστερα”, με πρώτο και καλύτερο το καύχημα της εταιρίας, “το ασυναγώνιστον φέρι-μποτ Ηράκλειον, ταχύτητος 19 μιλλίων”.
Ο καιρός ήταν βροχερός και στο Αιγαίο έπνεαν άνεμοι 8 έως 9 μποφόρ, σύμφωνα με το σήμα που έφθασε στο Λιμεναρχείο Χανίων στις 8 το βράδυ. Το πλοίο συνέχισε το ταξίδι του κάτω από δύσκολες συνθήκες, μέχρι τις 2 τα ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου. Την ώρα αυτή βρισκόταν κοντά στη βραχονησίδα Φαλκονέρα, στα όρια του Κρητικού με το Μυρτώο Πέλαγος, και ο κλυδωνισμός του πλοίου έγινε έντονος.
Το βαρύ φορτηγό – ψυγείο, που ήταν λυμένο, παλινδρομεί εγκάρσια και συγκρούεται με δύναμη με τα πλευρικά τοιχώματα και την πόρτα εισόδου, μέχρι που με ένα δυνατό χτύπημα σπάει τη μία από τις δύο μπουκαπόρτες, δημιουργώντας ένα ρήγμα 17 τ.μ. Τα νερά εισβάλουν ορμητικά και ο ασυρματιστής μόλις που προλαβαίνει να εκπέμψει σήμα κινδύνου στις 2:06 π.μ: «SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36° 52′ B., 24° 08 A., Βυθιζόμαστε.» Και μετά η σιγή. Το πλοίο βυθίζεται μέσα σε λίγα λεπτά σε βάθος 600 – 800 μέτρων. Πολλοί παγιδεύονται στις καμπίνες, μερικές δεκάδες πέφτουν στη θάλασσα.
Το σήμα κινδύνου κινητοποιεί πολεμικά και εμπορικά πλοία, αλλά φτάνουν αργοπορημένα στο σημείο του ναυαγίου, λόγω της θαλασσοταραχής. Γύρω στις 10 το πρωί μια «Ντακότα» με συγκυβερνήτη τον βασιλιά Κωνσταντίνο υπερίπταται του σημείου του ναυαγίου και εντοπίζει το μοιραίο φορτηγό – ψυγείο να επιπλέει. Ο Τύπος θα μιλήσει για κίνηση εντυπωσιασμού του βασιλιά, αλλά υπάρχει και η εκδοχή ότι πήγε αυτοπροσώπως στο σημείο για να καταρρίψει τους ισχυρισμούς της Τουρκίας, ότι η Ελλάδα αδυνατεί να παράσχει βοήθεια σε κινδυνεύοντα σκάφη στο Αιγαίο. Τα συνεργεία διάσωσης και τα πλοία που έσπευσαν στον τόπο του ναυαγίου χτενίζουν την ευρύτερη περιοχή και κατορθώνουν να περισυλλέξουν μόνο 47 επιζώντες και 25 σορούς.

Γύρω στις 12 το μεσημέρι, όλη η Ελλάδα γνωρίζει για το τραγικό συμβάν και δεκάδες άνθρωποι συρρέουν στα γραφεία της εταιρείας Τυπάλδου σε Χανιά και Πειραιά για να μάθουν για την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου (3η κυβέρνηση «Αποστατών») κηρύσσει πένθος για μία εβδομάδα.
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων εκείνης της ημέρας αναφέρονταν στην αποδοκιμασία του Γεώργιου Παπανδρέου προς τον Ανδρέα για τη στάση του σε σχέση με τους Λαμπράκηδες, στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, στις απολογίες των Εμμανουηλίδη και Κοτζαμάνη για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και τα μεγαλεπίβολα σχέδια της κυβέρνησης για τη μετατροπή της Ελευσίνας σε βιομηχανικό λιμάνι. Αμέσως, όλες σχεδόν οι εφημερίδες κυκλοφορούν έκτακτα παραρτήματα για το τραγικό συμβάν.
Η βύθιση του σκάφους, σύμφωνα με τους ειδικούς, υπήρξε ακαριαία, λόγω παραλείψεων στους όρους ασφαλείας: κακή φόρτωση των αυτοκινήτων, ελλιπής κατασκευή του συστήματος ασφάλειας της «μπουκαπόρτας», έλλειψη συστήματος εκροής των εισερχομένων υδάτων και υψηλή ταχύτητα του πλοίου πάρα τη θαλασσοταραχή, για τη διατήρηση της φήμης του ως του ταχύτερου οχηματαγωγού της γραμμής Κρήτης.
Το ναυάγιο του «Ηράκλειον» αφύπνισε το ελληνικό κράτος, που προχώρησε στη δημιουργία του θαλάμου επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τη θεσμοθέτηση του απαγορευτικού απόπλου για τα επιβατηγά πλοία. Το ναυάγιο προκάλεσε την κατάρρευση της Typaldos Lines, που κυριαρχούσε τότε στην εγχώρια ακτοπλοΐα, ενώ μπήκαν οι πρώτες ιδέες για τη δημιουργία των Ναυτιλιακών Εταιρειών Λαϊκής Βάσης.
Η δίκη των κατηγορουμένων άρχισε στις 19 Φεβρουαρίου 1968 στο Κακουργιοδικείο Πειραιά. Είχε προηγηθεί μια σειρά αποκαλύψεων σχετικά με βαρύτατες ευθύνες του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας στην έκδοση πλαστογραφημένων πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του σκάφους. Στο εδώλιο κάθισαν τέσσερα στελέχη της πλοιοκτήτριας εταιρίας.
H απόφαση του δικαστηρίου εξεδόθη στις 21 Μαρτίου του ιδίου έτους. Με ποινές φυλάκισης από πέντε ως και επτά έτη τιμωρήθηκαν ο εκ των ιδιοκτητών του «Ηράκλειον» Xαράλαμπος Τυπάλδος, ο διευθυντής της εταιρείας Παναγιώτης Κόκκινος και δύο αξιωματικοί του πλοίου. Οι ποινές ξεσήκωσαν αντιδράσεις από την πλευρά των συγγενών, οι οποίοι τις θεώρησαν πολύ επιεικείς. Στις 9 Ιανουαρίου 1969 ο δικαστικός φάκελος της υπόθεσης έκλεισε οριστικά, καθώς ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης των τεσσάρων, οι οποίοι είχαν καταδικασθεί και σε δεύτερο βαθμό για το δυστύχημα.
Η 8η Δεκεμβρίου είναι ημέρα διπλού πένθους για τα Χανιά. Τρία χρόνια αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου 1969, ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής, προερχόμενο από τα Χανιά, κατέπεσε στην Κερατέα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και οι 90 επιβαίνοντες.
Ανάμεσα στους διασωθέντες, ένας Χανιώτης 24 χρονών τότε. Ο Δημήτρης Γεωργακάκης.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ «ΝΑΥΑΓΟΥ» ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΕΩΡΓΑΚΑΚΗ
Αυτή είναι η ιστορία του «ναυαγού» Δημήτρη Γεωργακάκη, όπως την κατέγραψε πριν από πολλά χρόνια ο γιος του Γιώργος Γεωργακάκης, δημοσιεύοντάς τη, τότε, στην εφημερίδα «Χανιώτικα νέα», και όπως την αφηγήθηκε, περιληπτικά, στην εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» και στον Χρήστο Βασιλόπουλο.

Eίδε δεκάδες ανθρώπους, λίγα μέτρα μακριά απ’ αυτόν, να τους «καταπίνουν» κύματα ύψους δέκα μέτρων και να χάνονται για πάντα. Έμεινε για δεκαέξι ώρες μέσα στο νερό, άλλοτε βρίζοντας και καταριώντας την τύχη του και άλλοτε παρακαλώντας τη Mεγαλόχαρη να τον βοηθήσει. Έπαιζε -κυριολεκτικά- γροθιές στη θάλασσα, φωνάζοντας με όση δύναμη του είχε απομείνει ότι δεν πρόκειται να τον πάρει κοντά της.
Ήταν 24 ετών, όταν έζησε την πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής του. Εμπειρία που χάραξε την ψυχή του και σηματοδότησε ολόκληρη την ύπαρξή του. Εμπειρία που άφησε βαθιά, ανεξίτηλα σημάδια. Σημάδια που τον έκαναν να δει τη ζωή διαφορετικά και ν’ αναθεωρήσει τα πάντα γύρω από τον θάνατο. Άλλωστε, εκείνη την παγωμένη νύχτα της 7ης προς 8ης Δεκεμβρίου 1966, στο ναυάγιο του πλοίου «Hράκλειον», στην περιοχή της Φαλκονέρας, ο 77χρονος -σήμερα- Δημήτρης (Μίμης) Γεωργακάκης, από τον Πλατανιά Κυδωνίας Χανίων, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο. Ήταν μια γνωριμία… ζωής!
Oι φίλοι και οι γνωστοί τον αποκαλούν από τότε «Nαυαγό» και σε κάθε ευκαιρία του ζητούν να τους διηγηθεί, ξανά και ξανά, την ιστορία του ναυαγίου, νομίζοντας, αφελώς στην αρχή, κυρίως οι νεότεροι, ότι πρόκειται για ιστορία με στοιχεία παραμυθιού. Όταν, όμως, ο «Nαυαγός» αποφασίζει να μιλήσει -και το κάνει σπάνια- τότε καταλαβαίνουν ότι θ’ ακούσουν κάτι συνταρακτικό και τρομακτικά αληθινό. Tο βλέμμα του αλλάζει, η φωνή του γίνεται πιο βαριά και η καρδιά του, νιώθεις πως χτυπά πιο δυνατά από ποτέ, ξετυλίγοντας απ’ τα βάθη του μυαλού του το… κουφάρι του ναυαγίου. Αυτή είναι η ιστορία του, όπως εκείνος τη διηγήθηκε πριν από μερικά χρόνια στον γιο του -τον Γιώργο Γεωργακάκη- αγνοώντας ότι το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι κατέγραφε τα πάντα.
H AΦHΓHΣH
«Eκατοντάδες άνθρωποι χάθηκαν άδικα εκείνη τη μέρα. Πολύ περισσότεροι, απ’ όσοι δηλώθηκαν τότες στα επίσημα κιτάπια. Ντα μόνο οι γύφτοι που ήταν στο γκαράζ του πλοίου ξεπερνούσαν τους 150». Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που τού ’ρχεται στο μυαλό. «Αλλά», λέει, «καλύτερα να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το καράβι έφευγε στις 8 το βράδυ. Εκείνη τη μέρα με το ίδιο καράβι, το «Ηράκλειον», ημερήσιο δρομολόγιο, πήγα στον Πλατανιά στο σπίτι μου, πλύθηκα, πήρα δυο αλλαξιές εσώρουχα, τότε φορούσαμε τα μακρά σώβρακα, τις φανέλες και πάω πάλι στο λιμάνι.
Έξω από το πλοίο ήταν ένας παπάς και του ’λεγε η κόρη του -ήταν δεν ήταν δέκα χρονών- ότι δεν μπαίνει στο καράβι. Με τα πολλά της αμπώχνει ο παπάς ένα παλαμίδι και του λέω εγώ: «Γιάντα μωρέ χτυπάς την κοπελιά;» «Ποιος είσαι συ μωρέ;» μου λέει. Ο Ζαχάρης ο Καλαϊτζάκης, ο παλιός λιμενάρχης -δεν ξέρω άνε ζει ακόμη- τον ρώτησε το ίδιο πράμα. Γιατί, του απαντά ο παπάς, δε θέλει να μπει μέσα στο καράβι. Και πού είναι το πρόβλημα; Να το «Φαιστός» είναι απέναντι. Πράγματι, ο παπάς πήρε την κόρη του και πήγε στο άλλο πλοίο, αγνοώντας ότι το κοριτσάκι τού είχε σώσει ουσιαστικά τη ζωή».
Τι είχε συμβεί; «Η κοπελιά φοβότανε γιατί το καράβι ήταν ολόμαυρο, μαύρη μπογιά βαμμένο και είχε μόνο μια άσπρη γραμμή. Ήταν πραγματικά σαν τάφος».
Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει: «Μπαίνω στο καράβι, πάω να κάνω ένα μπάνιο με ζεστό νερό και μετά πάω πάνω με τους άλλους οδηγούς. Τότε ήμασταν αγαπημένοι, κάναμε παρέα. Μου λένε, Δημήτρη, θα φάμε; Θα φάμε ρε κοπέλια, απαντώ εγώ, που ήμουν ο βενιαμίν της παρέας των φορτηγατζήδων. Φάγαμε παϊδάκια, ήπιαμε ρετσίνες, τραγουδούσαμε ριζίτικα. Μια στιγμή ο Μανώλης ο Ανδρεαδάκης -Θεός σγχωρέστον- μου λέει: Πλατανιανέ, θα ’ρθεις να παίξουμε ζάρια; Εγώ στη μια τσέπη είχα δικά μου 15 χιλιάρικα, όταν εκείνη την εποχή παίρναμε 8.500 χιλιάδες μισθό. Μπερδεύτηκα, όμως, και βγάζω από την άλλη τσέπη 35 χιλιάρικα που ήταν για να πληρώσω ένα γραμμάτιο».
ΤΟ «ΚΟΥΜΑΡΙ»
«Οι οδηγοί έπαιζαν ζάρια στο πατάρι που ήταν κάτω από την τουριστική θέση και πάνω από το γκαράζ και από ’κει μπορούσαν να δουν την μπουκαπόρτα του καραβιού. Πάω στο “κουμάρι” και βλέπω ότι άλλοι καθόντουσαν πάνω σε τάκους, άλλοι πάνω σε τενεκέδες με λάδια και άλλοι πάνω σε κλούβες με πορτοκάλια. Λέω, τσούρα μου ένα χιλιάρικο· όχι, μου λένε, θα μπεις όπου σπάσει. Μπαίνω, και όση ώρα κουβεντιάζουμε την ιστορία του ναυαγίου», (όχι πάνω από δέκα λεπτά), «χάνω και τα 35 χιλιάρικα. Φεύγω, πάω να κοιμηθώ και πριν πέσω στο κρεβάτι, παίρνω να διαβάσω ένα “Ρομάντσο” της εποχής, που είχε απ’ όξω τον Ζαχαρία με τη χοντρή. Διαβάζω, διαβάζω, εγέλουνα και μου λέει ένας οδηγός: Έχασες 35 χιλιάρικα και γελάς βρε αναίσθητε; Τι να κάνω μωρέ του λέω; Το πρωί θα πάω με την όπισθεν στη Θεσσαλονίκη.
Ξαφνικά πετώ το “Ρομάντσο” και γαέρνω με τα 15 χιλιάρικα τα δικά μου. Λέω, όπου σπάσει, καθίζω κατά τύχη στον ίδιο τάκο και τους παίρνω 95 χιλιάρικα».
Αυτή η κίνηση -δηλαδή το ότι ξαναγύρισε να παίξει ζάρια- του έσωσε τη ζωή, γιατί, όπως από τότε λέει σε όλους, «όσοι κοιμόντουσαν πνίγηκαν.
«Ξέρεις», ρωτά, «τι είναι να κοιμάσαι και ξαφνικά να ξυπνήσεις και το σώμα σου να είναι οριζόντιο στο ταβάνι της καμπίνας, ενώ τελειώνει τ’ οξυγόνο; Λες, σκότωσέ με να τελειώνουμε. Θυμάμαι ότι οι αστυνομικοί ήταν αλυσοδεμένοι με τους κρατούμενους, όμως, δεν έλυσαν ούτε έναν, γιατί δεν πίστευαν ότι θα βουλιάξει το καράβι. Όσοι γλιτώσαμε ήταν γιατί το μυαλό μας δούλεψε».
«ΑΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΚΙ ΑΠΑΝΩ ΤΟΥ»
Κάνει παύση για αρκετά δευτερόλεπτα. Τα μάτια του γυαλίζουν λες και ζει πάλι την ίδια σκηνή. «Την ώρα που βάνω τα λεφτά μέσα σ’ ένα πορτοφόλι, ανοίγει η μία μπουκαπόρτα». «Δεν άνοιξε όμως κανονικά», λέει, «αλλά έφυγε ολόκληρη κάτω στη θάλασσα. Με το που ανοίγει η πόρτα, φεύγουν στη θάλασσα όλοι οι γύφτοι (πάνω από 150) που ήταν στο γκαράζ κι εμείς απού μπορεί κι απάνω του.
Εκεί που παίζαμε τα ζάρια ήταν μια σκάλα κάθετη με έξι – επτά σκαλοπάτια. Την ανεβαίνω και βρίσκομαι στην τουριστική θέση. Πιάνομαι από κάπου και θωρώ -όπως ο πεινασμένος κοιτά ένα πιάτο φαΐ- ότι υπήρχαν δυο κολόνες μέχρι την αριστερή πόρτα απ’ όπου θα μπορούσα νά ’βγαινα όξω. Φτάνω τη μια κολόνα, μετά μ’ ένα σάλτο γαντζώνομαι στην άλλη και πολεμώ να φτάσω την πόρτα. Όμως, η πόρτα δεν είχε κανονικό χερούλι, παρά είχε από μέσα ένα στρογγυλό σίδερο, οξυγονοκολλημένο. Βάζω την κεφαλή μου, τα πόδια μου, τα χέρια μου, τα σκώτια μου, ούλα μου και έσπρωχνα την πόρτα. Ανοίγει η πόρτα και την ώρα που πάω να βγω, μου πιάνει το χέρι και μου το μαγκώνει. Πιέζω και βγάζω το χέρι μου. Το καράβι κυκλικά είχε κάτι καγκελάκια…».
ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΖΩΗΣ
Σταματά και του ξεφεύγει ένας βαθύς αναστεναγμός… Η χροιά της φωνής του αλλάζει. Ζει ολοκληρωτικά εκείνες τις στιγμές. Παίρνει ανάσα και συνεχίζει.
«Λέω, Γεωργακάκη ο Θεός να σου συγχωρέσει. Και βγάνω την πλάτη μου προς τον γιαλό, πιάνω το πάνω καγκελάκι και τα πόδια μου ακουμπούν στο κάτω καγκελάκι. Κάνω ένα, δύο, τρία και βουτώ στη θάλασσα. Την ώρα λοιπόν, που εγώ βρέθηκα πενήντα μέτρα μακριά, ακούγονταν εκρήξεις από το καράβι, ενώ άστραφτε ο ουρανός. Με προλαβαίνουν της σβίγας τα ρεύματα στα πόδια, ήμουν, όμως, τυχερός γιατί έκανα μια βουτιά και γλίτωσα. Χαμός. Άκουγα φωνές, βοήθεια μάνα μου πνίγομαι, έβλεπα ανθρώπους να χάνονται στα κύματα. Κολυμπώ, κολυμπώ, ξεφεύγω από τ’ απόνερα κι εκεί που κολυμπούσα, μετά από δυο ώρες ανταμώνουμε και ήμαστε τρεις. Μετά πέντε. Ποιος είσαι εσύ; Ο Δεληγιάννης, ο Μανοσουδάκης από την Αργυρούπολη, ο Κουριδάκης από τις Βουκολιές, ένα κοπέλι από τον Γαλατά, ένα άλλο από τα Σφακιά. Έχουμε μείνει επτά άτομα. Οι περισσότεροι πνίγηκαν, άλλους τους πήραν τα κύματα. Συνεχίζω να κολυμπώ μόνος μου, πια, αφού τα κύματα με παρασέρνουν και αρχίζει να ξημερώνει. Νιώθω στην πλάτη μου ένα βάρος και λέω, Παναγιά μου σκυλόψαρο, θα με φάει. Όμως ήταν άνθρωπος πεθαμένος. Τροζάθηκα και παθαίνω κράμπα στην αριστερή μου γάμπα. Συνεχίζω να κολυμπώ, άκουγα από πάνω μου αεροπλάνα, αλλά δεν μ’ έβλεπαν, αφού ήμουν κατάμαυρος από τις πίσσες.
Βασιλεύει ο ήλιος, εγώ μέσα στο νερό τόσες ώρες δε νιώθω σχεδόν καθόλου τα δεξιά μου άκρα και ξάφνου «ακούω» στην πλάτη μου ένα βάρος και γαέρνω και θωρώ, όσο μπορούσα να δω, ένα βαρέλι λάδι. Πιάνω το βαρέλι και αυτό με βοήθησε, αφού τα κύματα χτυπούσαν πάνω του. Μια δόση ακούω ένα δυνατό θόρυβο. Ήταν ένα φινλανδικό γκαζάδικο, το οποίο περνούσε 35 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που βούλιαξε το «Ηράκλειον». Με μάζεψαν στις 5.40 το απόγευμα και κατά τύχη ένας από τους ναυτικούς ήταν Έλληνας. Με ρώτησε πώς λέγομαι και εγώ, στη ζάλη μου απάνω, του είπα Μίμης Γεωργιδάκης».
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ
Ο «Ναυαγός» μεταφέρθηκε στο Τζάνειο Νοσοκομείο στον Πειραιά. Τι είχε γίνει, όμως, στο πατρικό του σπίτι στον Πλατανιά;
«Τότε», θυμάται ο ίδιος, «ήμασταν οι μόνοι στον Πλατανιά που είχαμε τηλέφωνο και ράδιο, μάρκας «Telefunken». Η μάνα μου -όπως μου είπαν μετά- έβαλε τυχαία εκείνο το πρωί το ράδιο και μόλις άκουσε ότι το «Ηράκλειον» βούλιαξε, έκανε τάμα στον Άι Δημήτρη να με σώσει. Ο πατέρας μου, όμως, ήταν σίγουρος, μόλις το ’μαθε στο καφενείο, ότι εγώ είχα σωθεί. Πήγε, μάλιστα, κατευθείαν στο ναυτικό γραφείο και ρώτησε τον πράκτορα ποιοι είναι οι διασωθέντες. Μόλις άκουσε το όνομα Μίμης Γεωργιδάκης, κατάλαβε ότι είχα σωθεί».
Αν τον ρωτήσεις γιατί σώθηκε, θα σου απαντήσει μονομιάς: «Γιατί έπαιζα ζάρια». Ούτε γιατί η μάνα του τον έταξε στον Άγιο Δημήτριο, ούτε γιατί δούλεψε το μυαλό του ή ήταν τυχερός, ούτε γιατί ήταν δεινός κολυμβητής, αφού κάθε καλοκαίρι κολυμπούσε από την παραλία του Πλατανιά μέχρι το νησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Πενήντα τρία χρόνια μετά τα σημάδια στα χέρια του, στο μυαλό του και κυρίως στην ψυχή του εξακολουθούν να παραμένουν στη θέση τους, θυμίζοντας στον ίδιο ότι κάποτε «κουτούλησε» με τον θάνατο και με το πείσμα του κατάφερε τελικά να του γυρίσει την πλάτη.
Και σήμερα, ανήμερα της τραγικής επετείου, κάποια στιγμή, θα περάσει -όπως κάθε χρόνο- από το μνημείο του ναυαγίου στο παλιό λιμάνι των Χανίων για να αποτίσει -μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας- τον δικό του φόρο τιμής στους αδικοχαμένους γνωστούς και άγνωστους εκείνης της τραγικής ιστορίας.