Αρθρογραφίανέαπρωτοσέλιδο Β

Τα οπαλένια τζάμια και τα κάστανα | διηγήσεις

“Να σταματήσουμε για ένα τσιγάρο”; είπε ο άντρας στο πίσω κάθισμα, “δεν το περίμενα πως είναι τόσο μακριά” πρόσθεσε σχεδόν απολογητικά, συνοδεύοντας την τελευταία φράση με ένα χαμόγελο σχεδόν ντροπαλό.
“Και δε σταματάμε, κουράστηκα να οδηγώ και εγώ”, είπε η γυναίκα.
“Ναι, Ναι”, πρόσθεσε και ο τρίτος επιβάτης, άντρας κι αυτός, κι έτριψε τα χέρια του σαν να θέλε να ξεπλύνει από πάνω του την αισθητή νευρικότητα του.


Η βροχή έπεφτε ψιλή σαν πάχνη απ’ ώρα και οι τρεις αναπνοές μαζί κάνανε τα τζάμια του αυτοκινήτου να μοιάζουνε οπαλένια.

Τέλη Σεπτέμβρη ήτανε, μα η μέρα μουντή και σκουντουφλιασμένη, θύμιζε χειμώνα.
Σε μια στροφή που άνοιγε ο δρόμος έκανε δεξιά στο πλάτωμα και σταμάτησε.

Ξεδιπλωθήκανε ένας ένας απ’ το αμάξι και βγήκανε στο βρεγμένο δρόμο.
Η γυναίκα τεντώθηκε και τράβηξε πιο κάτω το σορτσάκι που φορούσε.

Να ταν άραγε η ψυχρή ανάσα της μέρας που φίλησε το δέρμα της ή μπορεί και να ταν το βλέμμα τ’ αντρικό που της φάνηκε πως στάθηκε μια στιγμή παραπάνω απ’ ότι έπρεπε πάνω στο κορμί της που την έκανε να το τραβήξει ξανά πιο επίμονα, ποιος ξέρει;

Άναψε ένα τσιγάρο και εντοπίζοντας ένα τοιχίο τσιμεντένιο σύριζα του χαντακιού, πήγε να σταθεί δίπλα, λίγο παράμερα απ’ τους άντρες.

Τράβηξε δύο τρεις τζούρες καπνό κι έκλεισε τα μάτια τραβώντας ταυτόχρονα και μια ανάσα τόσο βαθιά που στοιχημάτιζες εύκολα πως έφτασε ως τα νύχια των ποδιών της.
Χασμουρήθηκε να διώξει την ένταση, μα πιο πολύ για να ξεβουλώσουν τα αυτιά της απ’ την υψομετρική αλλαγή και ξανάνοιξε τα μάτια της.

Και τότε τα είδε: Κάστανα. Κάστανα παντού.
Πάνω στο δρόμο, μέσα στο χωράφι που κατέβαινε ως το δρόμο, πάνω στις καστανιές, μέσα στ’ αυλάκι.
Παντού σκόρπια πεσμένα κάστανα.
Ακόμα μέσα στα πράσινα τσιτερά φασκιά τους, ήτανε στρώμα παχύ κάτω απ τα πόδια της.
Έσκυψε κι έκανε να πιάσει ένα, μα τινάχτηκε πάνω σαν να πιάσε σκορπιό, αφήνοντας το να ξαναπέσει εκεί που του όρισε η φύση κι φυσική.
Ο ένας απ’ τους τους δύο άντρες την πλησίασε και ρίχνοντας μια ματιά στα κάστανα, ήρθε και στάθηκε μπροστά της.
Την κοίταξε στα μάτια.

“Σ’ αρέσουν τα κάστανα;” τη ρώτησε απλά.
“Πάρα πολύ” του απάντησε η κοπέλα και τον κοίταξε, βλέποντας τον ίσως για πρώτη φορά παρόλο που πάνω από ώρα μοιράζονταν ανάσες σε μια καμπίνα αυτοκινήτου.
“Τρελαίνομαι για κάστανα “, ξαναείπε, “μα δεν έχω ιδέα πως τα μαζεύεις χωρίς να μείνεις ανάπηρος”
Λέγοντάς το, χαμογέλασε ταυτόχρονα στον άντρα πλατιά, σχεδόν παιδικά. Χαμογέλασε κι αυτός με την ίδια ένταση. Κάτι σαν να γίνε κείνη τη στιγμή.
Μπορεί να ταν ιδέα μου.

Μπορεί όμως και να ‘ταν η στιγμή που ανοίγει η πόρτα και δραπετεύουν οι ψυχές απ’ την κλεισούρα του κορμιού και μπλέκονται μαζί ώστε δεν ξεχωρίζει πια η μια απ’ την άλλη, ώσπου μονάχα ο ένας απ’ τους δύο να κλείσει βίαια την πόρτα και να τις κόψει στα δυο. Κι ότι μείνει στον καθένα να φυλάξει ξανά πίσω στο κορμί του.

Δεν ξέρω. Ίσως να μαι αλαφροΐσκιωτη λιγάκι και βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν. Μα ποιός ξέρει σίγουρα πως δεν είναι έτσι;
Ποιός λέει πως είναι αλλιώς;

“Έλα να σου δείξω πως τα μαζεύεις” και πριν τελειώσει τη φράση του καλά καλά, είχε ήδη σκίσει το περιτύλιγμα από δύο καστανοκουβάρες, που υπάκουα έχυσαν μεμιάς το θησαυρό τους γυαλιστερό και γήινο πάνω στο οδόστρωμα.
Έσκυψε και τα πιάσε.
“Ωωωωω” είπε μόνο η κοπέλα και έκανε την ίδια ακριβώς κίνηση.
Σήκωσε το πόδι της και πέταξε έξω τα δίδυμα κάστανα απ’ τη μήτρα τους, λιώνοντας το ένα άτσαλα με την παντόφλα που φορούσε.
Επανέλαβε την κίνηση, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη επιτυχία.

Ο άλλος άντρας έριξε μια ματιά και ανοιγόκλεισε το στόμα του νευρικά για πολλοστή φορά σα να θέλε να πει κάτι.
Μα δεν είπε τίποτα. Αρκέστηκε να κοιτάει τους άλλους δυο που δούλευαν επιμελώς ξηλώνοντας τις πράσινες κουβάρες, με τη νευρικότητα του να κρέμεται από πάνω του όπως η υγρασία στα υπόγεια.

Γέμισε τη χούφτα της και στάθηκε μια στιγμή κοιτάζοντας γύρω της σαστισμένα σαν να ‘ψαχνε κάτι ή σαν να μην ήξερε τι να κάνει με τη λεία της. Ύστερα, σήκωσε αποφασιστικά το κάτω μέρος της μπλούζας της και άφησε να γλιστρήσει με μια κίνηση στο αυτοσχέδιο καλάθι. Χαμογέλασε ικανοποιημένη και έψαξε με τα μάτια τους άλλους δυο.

Είδε τον ένα να χει σηκώσει τα μάτια απ’ το κυνήγι και να την κοιτάει. Όχι επίμονα. Ένα βλέμμα μόνο, μα την έκανε να νοιώσει παράξενα. Σαν κάτι να γίνε. Κάτι ν’ άλλαξε σε μια στιγμή. Ο άλλος κάπνιζε ακόμα νευρικά.

«Πάμε σιγά σιγά, έχουμε δρόμο ακόμα», είπε για να ξαναφέρει την κανονικότητα και να ξεκλειδώσει τα βλέμματα τους.

Ήρθε και στάθηκε μπροστά της λίγο νευρικά σαν να ταν έφηβος στο πρώτο ραντεβού, με τα χέρια του να ξεχειλίζουν κάστανα.
Άπλωσε τη μπλούζα της λίγο πιο έξω κοιτάζοντας τα χέρια του. Αλήθεια, δεν είχε προσέξει τα χέρια του ως τώρα, σκέφτηκε.
Αυτός άφησε τα κάστανα να πέσουν μέσα και ξανασήκωσε τα μάτια σχεδόν ντροπαλά να την κοιτάξει. Να ζητούσε άραγε την επιδοκιμασία της ή να θέλε κάτι παραπάνω αποδεικνύοντας την αξία του ως αιώνιο αρσενικό- κουβαλητής;

Η κοπέλα του χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι αυτός. Ποιός ξέρει…
Μπήκανε και οι τρεις πίσω στο αυτοκίνητο να συνεχίσουν στον προορισμό τους.
Κανένας δεν είδε τον τέταρτο να γλιστράει κρυφά ανάμεσα τους με το όπλο του περασμένο ανέμελα στους ώμους.

Μοιραστείτε την είδηση

Έφη Ανδρουλάκη

Αρθρογράφος