Ελλάδανέαπρωτοσέλιδο Β

Ηράκλειον 1966 | η ανατριχιαστική ιστορία ενός Χανιώτη «ναυαγού»

Το επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ-Ο/Γ) Ηράκλειον ήταν πλοίο (φέρι-μποτ κλειστού τύπου) που εκτελούσε την ακτοπλοϊκή συγκοινωνία Πειραιάς-Χανιά και Πειραιάς – Ηράκλειο (Κρήτη) την περίοδο 1965-1966, η κατάληξη του οποίου συνδέθηκε με μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στην Ελλάδα.

Το μοιραίο ταξίδι

Την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 1966 και ώρα 7:30 μ.μ., το Ηράκλειον απέπλευσε από το λιμάνι της Σούδας με μισή ώρα καθυστέρηση, μεταφέροντας 206 επιβάτες, 70 μέλη του πληρώματος και 17 φορτηγά στον Πειραιά. Πλοίαρχος του πλοίου ήταν ο Εμμανουήλ Βερνίκος. Η κακοκαιρία που υπήρχε στο Κρητικό πέλαγος ανάγκασε το Λιμεναρχείο να απαγορεύσει τον απόπλου των μικρών σκαφών, αλλά τα αναμενόμενα, στο ανοιχτό πέλαγος, 5 ή 6 μποφόρ, δεν θεωρήθηκαν επικίνδυνα για το 19.000 τόννων πλοίο. Το ίδιο βράδυ, πολλοί αθηναϊκοί κινηματογράφοι πρόβαλαν ένα διαφημιστικό φιλμ για τα σκάφη της «Εταιρίας Τυπάλδου», τα οποία παρουσιάζονταν ως «τα πολυτελέστερα, τα ανετότερα και, φυσικά, τα ασφαλέστερα», με πρώτο και καλύτερο το καύχημα της εταιρίας, «το ασυναγώνιστον φέρι-μποτ Ηράκλειον, ταχύτητος 19 μιλλίων».

Μετά τα μεσάνυχτα, το Ηράκλειον έπλεε στο Μυρτώο Πέλαγος μέσα σε υψηλό κυματισμό με συνεχείς διατοιχισμούς (πλευρικές ταλαντώσεις, «μποτζαρίσματα») καθώς η ένταση των ανέμων αυξήθηκε σε 8 μποφόρ. Οι επιβάτες άρχισαν να ξυπνάνε στις καμπίνες τους και τα παιδιά να κλαίνε. Τα αυτοκίνητα μετακινήθηκαν και στο γκαράζ άρχισαν να μπαίνουν νερά.

Στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, καθώς το πλοίο έπλεε 6 μίλια βορειοανατολικά της Φαλκονέρας, ένα μεγάλο φορτηγό-ψυγείο 5 τόνων με φορτίο πορτοκάλια, που φορτώθηκε κάθετα προς το διάμηκες επίπεδο συμμετρίας του πλοίου, απασφαλίστηκε από τους διαρκείς κλυδωνισμούς και χτύπησε με φόρα στην μπουκαπόρτα. Κάποιος ναύτης έτρεξε να ειδοποιήσει τον οδηγό να πάει να το ασφαλίσει. Δεν πρόλαβε. Κατά μαρτυρίες, ο καταπέλτης άνοιξε σταδιακά από τις παλινδρομικές προσκρούσεις του φορτηγού-ψυγείου, γεγονός που επιβεβαιώνει τις υποθέσεις ότι δεν είχε ασφαλισθεί σταθερά με τους 6 πείρους που διέθετε. Από τον πλευρικό καταπέλτη που υποχώρησε κι άνοιξε, το φορτηγό-ψυγείο έπεσε στη θάλασσα η οποία και κατέκλυσε στη συνέχεια όλο το χώρο των οχημάτων. Οι άνεμοι στη θαλάσσια περιοχή την ώρα του ναυαγίου υπολογίστηκαν σε 10, τουλάχιστον, μποφόρ.

Μετά την πτώση του φορτηγού ψυγείου στη θάλασσα, το πλοίο ήλθε πάλι στη θέση του και επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας με μόνο τις ηλεκτρογεννήτριες ασφαλείας σε ενέργεια και κατόπιν, λόγω της μεγάλης πλέον ελεύθερης επιφάνειας υδάτων που είχαν κατακλύσει το γκαράζ, το πλοίο άρχισε να παίρνει πολύ μεγάλες κλίσεις.

Στις 02.06′ ο ασυρματιστής εξέπεμψε το πρώτο αγωνιώδες SOS «Πορθμείον Ηράκλειον. Αυτήν την στιγμήν ανηρπάγη η πόρτα της δεξιάς πλευράς. Θέσις πλοίου επικίνδυνος» ενώ παράλληλα η κλίση αυξανόταν με επιταχυνόμενο ρυθμό και το πλοίο ανέκοπτε την ταχύτητά του. Στη γέφυρα οι αξιωματικοί έκαναν απελπισμένες προσπάθειες, όμως το πλοίο έγερνε κι άλλο κι άρχισε να βυθίζεται. Στις 02:07 σήμανε συναγερμός. Μοιράστηκαν όπως-όπως σωσίβια και ρίχτηκαν οι βάρκες στη θάλασσα. Στις 2.13′, μόλις 8 λεπτά από το πρώτο σήμα κινδύνου, ο ασύρματος του Ηράκλειον εξέπεμψε για τελευταία φορά: «SOS! Πορθμείον Ηράκλειον SOS, βυθιζόμεθα! Στίγμα 36.52 βόρειον και 24,8 ανατολικόν! SOS βυθιζόμεθα!» και ακολούθησε σιγή.

Το Χρονικό διάσωσης

Το υποτυπώδες τότε τμήμα επικοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας εις μάτην προσπαθούσε να αναζητήσει πλοία στη γύρω περιοχή του ναυαγίου. Τα Λιμεναρχεία Πειραιώς, Σύρου και Κρήτης ανέφεραν αδυναμία αποστολής μέσων για παροχή βοήθειας, αφού ούτε και ρυμουλκά για τέτοιες ανάγκες υπήρχαν. Δυστυχώς ούτε το Ε/Γ-Ο/Γ “Μίνως”, που έπλεε 15 μίλια βορειότερα, “άκουσε” το σήμα κινδύνου.

Στις 02:30 ενημερώθηκε ο τότε αρχηγός του Λιμενικού Σώματος για το τραγικό συμβάν και βεβαίως για όλες τις δυσχέρειες που το συνόδευαν. Ακολούθως ενημερώθηκε ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και εκείνος με τη σειρά του ενημέρωσε τον υπουργό Εθνικής Αμύνης.

Το τότε Αρχηγείο Ναυτικού (Πλατεία Κλαυθμώνος) ανέφερε ότι πολεμικό πλοίο που βρίσκεται στη Σύρο με σβηστές μηχανές θα χρειασθεί τουλάχιστον 3-4 ώρες για απόπλου συν τις ώρες που θα χρειαζόταν για να φτάσει στον τόπο του ναυαγίου. Οι ώρες περνούσαν και η αγωνία άρχισε να κορυφώνεται, κάποια πλοία που έλαβαν το σήμα δήλωσαν αλλαγή πορείας τους προς το στίγμα του Ηράκλειον, απείχαν όμως πολύ, κάποια ανατολικά των Κυκλάδων, άλλο δυτικά της Καλαμάτας, και δύο αγγλικά πολεμικά ΒΑ της Κρήτης.

Στις 04:30 εμπλεκόμενοι αρχηγοί και υπουργοί βρέθηκαν στις υπηρεσίες για άμεση ενημέρωση, ενώ δόθηκε εντολή απόπλου στο Α/Γ “Σύρος” του τότε βασιλικού Ναυτικού. Γύρω στις 05:30 αποφασίστηκε η γνωστοποίηση του συμβάντος στον τότε πρωθυπουργό με όλες τις εξελίξεις και τις επιμέρους αδυναμίες. Μετά από κάποιες ενημερώσεις για τον μεγάλο χρόνο προσέγγισης των πλοίων που ήδη προσέτρεχαν, γύρω στις 06:00-06:30 ο πρωθυπουργός ενημέρωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο στο Τατόι. Τότε ενημερώθηκε και το αρχηγείο Αεροπορίας. Στις 07:20 ένα Douglas C-47 Skytrain απογειώθηκε από το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας και λίγα λεπτά μετά το ακολούθησαν άλλα δύο.

Τα πρώτα μηνύματα από τα καράβια που κατέπλευσαν στον τόπο της τραγωδίας, στις 8.30′ το πρωί, ήταν αποκαρδιωτικά: ούτε ένα συντρίμμι από το ναυάγιο και πολύ περισσότερο ούτε ίχνος επιζώντων. Οι πρώτες εκδόσεις των εφημερίδων ανέφεραν ότι το Ηράκλειον βυθίστηκε αύτανδρο. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου κήρυξε εθνικό πένθος διάρκειας μίας εβδομάδας. Τα ελαφρά τραγούδια σταμάτησαν στους ραδιοσταθμούς, που μετέδιδαν συνεχώς ειδήσεις για την τραγωδία και πένθιμη κλασική μουσική.

Στις 09.45-10.00 το πρώτο Douglas C-47 Skytrain έφτασε κοντά στο στίγμα, όπου και εντόπισε το φορτηγό-ψυγείο να επιπλέει, συνάμα στον ορίζοντα φαινόταν καθαρά το αγγλικό ναρκαλιευτικό Ashton που έσπευδε ολοταχώς. Τότε το αεροπλάνο άρχισε τους “κύκλους έρευνας-διάσωσης” σε συνεχώς μικρότερο ύψος, όταν ακούσθηκε ο πιλότος του δεύτερου αεροπλάνου σχεδόν να προστάζει: “Μεγαλειότατε η πτήση σας είναι επικίνδυνη, πάρτε γρήγορα ύψος!“. Ο κυβερνήτης του Ashton, αντιλαμβανόμενος ότι στην αποστολή συμμετείχε και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος], ακούστηκε να λέει: “Μεγαλειότατε η Ashton στις διαταγές σας” και η απάντηση «Ευχαριστώ, ακολούθα με…», αρχίζοντας τις ρίψεις καπνογόνων και σωσιβίων, όπου, από αέρος, εντοπίστηκαν ναυαγοί.

Στις 12.00 το τραγικό συμβάν είχε μαθευτεί σχεδόν σε όλο τον Πειραιά, με πρώτους τους συγγενείς που περίμεναν το πρωί το πλοίο να έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο κτήριο των πλοικτητών αδελφών Τυπάλδου στην ακτή Τζελέπη.

Ως τις 17.00, που έπεσε το σκοτάδι, είχαν περισυλλεγεί 45 διασωθέντες. 10-12 ασθενοφόρα από την Αθήνα κατήλθαν μέσω της οδού Πειραιώς τις οδούς Γούναρη και Εθνικής Αντιστάσεως, ενώ άλλα 7-8 ασθενοφόρα από την Τερψιθέα Πειραιά, όπου βρισκόταν ο σταθμός Πρώτων Βοηθειών του Πειραιά, κινήθηκαν προς τον Άγιο Νικόλαο, όπου θα προσέγγιζε το πλοίο.

Σκηνές αλλοφροσύνης, με τα ξεφωνητά χαράς να εναλλάσσονται με τους σπαρακτικούς θρήνους, εκτυλίχθηκαν για ώρες, μέχρι να μεταφερθούν όλοι οι επιζώντες στο Τζάνειο. Την ίδια ώρα τα Χανιά βυθίστηκαν στο πένθος. Τα μαγαζιά έκλεισαν, οι σημαίες ανέμιζαν μεσίστιες σε σπίτια και δημόσια κτίρια, μοιρολόγια ακούγονταν σε κάθε δρομάκι κι έξω από το πρακτορείο των Τυπάλδων υπήρχαν μαυροντυμένες γυναίκες, σοβαρές και αμίλητες.

Η κυκλοφορία μπροστά στο Τελωνείο Πειραιά και γύρω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου είχε διακοπεί. Ώρα 19.00 και είχε πια νυχτώσει, όταν το Ν/Κ “Ashton” εισήλθε αργά στο λιμένα του Πειραιά που μετέφερε 2 διασωθέντες ναύτες, τους Αντώνιο Καμπούρη και Δημήτριο Οικονόμου από την Σητεία Κρήτης, καθώς και νεκρούς. Το ίδιο βράδυ παρασημοφορήθηκε ο κυβερνήτης του Ν\Κ “Ashton” από τον βασιλιά.

Την επόμενη μέρα το βασιλικό ζεύγος συνοδευόμενο από τον πρωθυπουργό και από 2-3 υπουργούς επισκέφθηκαν ναυαγούς στο Τζάνειο Νοσοκομείο, στον Ευαγγελισμό και στον Ερυθρό Σταυρό, όπου είχαν επίσης εισαχθεί.

Τα πλοία που προσέτρεξαν τότε στο ναυάγιο ήταν το Ε/Γ-Ο/Γ Μίνως της εταιρείας Ευθυμιάδη, που ακολουθούσε το Ηράκλειον: είχε αποπλεύσει από τον λιμένα Ηρακλείου μετά τον απόπλου του Ηράκλειον από τα Χανιά. Επίσης το Χανιά, πλοίο της ίδιας εταιρείας με του Ηράκλειον, το φινλανδικό Nula, το Δ/Ξ Aldebaran (ελληνικό), το ρωσικό Φ/Γ Ουρίσκ, το πολωνικό Φ/Γ Vako, το αγγλικό ναρκαλιευτικό Ashton, το αγγλικό αντιτορπιλλικό Levertog και το ελληνικό αρματαγωγό Σύρος του Β.Ν.

Ανάμεσα στους διασωθέντες, ένας Χανιώτης 24 χρονών τότε. Ο Δημήτρης Γεωργακάκης.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ «ΝΑΥΑΓΟΥ» ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΕΩΡΓΑΚΑΚΗ

Αυτή είναι η ιστορία του «ναυαγού» Δημήτρη Γεωργακάκη, όπως την κατέγραψε πριν από πολλά χρόνια ο γιος του Γιώργος Γεωργακάκης, δημοσιεύοντάς τη, τότε, στην εφημερίδα «Χανιώτικα νέα», και όπως την αφηγήθηκε, περιληπτικά, στην εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» και στον Χρήστο Βασιλόπουλο.

Eίδε δεκάδες ανθρώπους, λίγα μέτρα μακριά απ’ αυτόν, να τους «καταπίνουν» κύματα ύψους δέκα μέτρων και να χάνονται για πάντα. Έμεινε για δεκαέξι ώρες μέσα στο νερό, άλλοτε βρίζοντας και καταριώντας την τύχη του και άλλοτε παρακαλώντας τη Mεγαλόχαρη να τον βοηθήσει. Έπαιζε -κυριολεκτικά- γροθιές στη θάλασσα, φωνάζοντας με όση δύναμη του είχε απομείνει ότι δεν πρόκειται να τον πάρει κοντά της.

Ήταν 24 ετών, όταν έζησε την πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής του. Εμπειρία που χάραξε την ψυχή του και σηματοδότησε ολόκληρη την ύπαρξή του. Εμπειρία που άφησε βαθιά, ανεξίτηλα σημάδια. Σημάδια που τον έκαναν να δει τη ζωή διαφορετικά και ν’ αναθεωρήσει τα πάντα γύρω από τον θάνατο. Άλλωστε, εκείνη την παγωμένη νύχτα της 7ης προς 8ης Δεκεμβρίου 1966, στο ναυάγιο του πλοίου «Hράκλειον», στην περιοχή της Φαλκονέρας, ο 77χρονος -σήμερα- Δημήτρης (Μίμης) Γεωργακάκης, από τον Πλατανιά Κυδωνίας Χανίων, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο. Ήταν μια γνωριμία… ζωής!

Oι φίλοι και οι γνωστοί τον αποκαλούν από τότε «Nαυαγό» και σε κάθε ευκαιρία του ζητούν να τους διηγηθεί, ξανά και ξανά, την ιστορία του ναυαγίου, νομίζοντας, αφελώς στην αρχή, κυρίως οι νεότεροι, ότι πρόκειται για ιστορία με στοιχεία παραμυθιού. Όταν, όμως, ο «Nαυαγός» αποφασίζει να μιλήσει -και το κάνει σπάνια- τότε καταλαβαίνουν ότι θ’ ακούσουν κάτι συνταρακτικό και τρομακτικά αληθινό. Tο βλέμμα του αλλάζει, η φωνή του γίνεται πιο βαριά και η καρδιά του, νιώθεις πως χτυπά πιο δυνατά από ποτέ, ξετυλίγοντας απ’ τα βάθη του μυαλού του το… κουφάρι του ναυαγίου. Αυτή είναι η ιστορία του, όπως εκείνος τη διηγήθηκε πριν από μερικά χρόνια στον γιο του -τον Γιώργο Γεωργακάκη- αγνοώντας ότι το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι κατέγραφε τα πάντα.

H AΦHΓHΣH

«Eκατοντάδες άνθρωποι χάθηκαν άδικα εκείνη τη μέρα. Πολύ περισσότεροι, απ’ όσοι δηλώθηκαν τότες στα επίσημα κιτάπια. Ντα μόνο οι γύφτοι που ήταν στο γκαράζ του πλοίου ξεπερνούσαν τους 150». Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που τού ’ρχεται στο μυαλό. «Αλλά», λέει, «καλύτερα να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το καράβι έφευγε στις 8 το βράδυ. Εκείνη τη μέρα με το ίδιο καράβι, το «Ηράκλειον», ημερήσιο δρομολόγιο, πήγα στον Πλατανιά στο σπίτι μου, πλύθηκα, πήρα δυο αλλαξιές εσώρουχα, τότε φορούσαμε τα μακρά σώβρακα, τις φανέλες και πάω πάλι στο λιμάνι.

Έξω από το πλοίο ήταν ένας παπάς και του ’λεγε η κόρη του -ήταν δεν ήταν δέκα χρονών- ότι δεν μπαίνει στο καράβι. Με τα πολλά της αμπώχνει ο παπάς ένα παλαμίδι και του λέω εγώ: «Γιάντα μωρέ χτυπάς την κοπελιά;» «Ποιος είσαι συ μωρέ;» μου λέει. Ο Ζαχάρης ο Καλαϊτζάκης, ο παλιός λιμενάρχης -δεν ξέρω άνε ζει ακόμη- τον ρώτησε το ίδιο πράμα. Γιατί, του απαντά ο παπάς, δε θέλει να μπει μέσα στο καράβι. Και πού είναι το πρόβλημα; Να το «Φαιστός» είναι απέναντι. Πράγματι, ο παπάς πήρε την κόρη του και πήγε στο άλλο πλοίο, αγνοώντας ότι το κοριτσάκι τού είχε σώσει ουσιαστικά τη ζωή».

Τι είχε συμβεί; «Η κοπελιά φοβότανε γιατί το καράβι ήταν ολόμαυρο, μαύρη μπογιά βαμμένο και είχε μόνο μια άσπρη γραμμή. Ήταν πραγματικά σαν τάφος».

Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει: «Μπαίνω στο καράβι, πάω να κάνω ένα μπάνιο με ζεστό νερό και μετά πάω πάνω με τους άλλους οδηγούς. Τότε ήμασταν αγαπημένοι, κάναμε παρέα. Μου λένε, Δημήτρη, θα φάμε; Θα φάμε ρε κοπέλια, απαντώ εγώ, που ήμουν ο βενιαμίν της παρέας των φορτηγατζήδων. Φάγαμε παϊδάκια, ήπιαμε ρετσίνες, τραγουδούσαμε ριζίτικα. Μια στιγμή ο Μανώλης ο Ανδρεαδάκης -Θεός σγχωρέστον- μου λέει: Πλατανιανέ, θα ’ρθεις να παίξουμε ζάρια; Εγώ στη μια τσέπη είχα δικά μου 15 χιλιάρικα, όταν εκείνη την εποχή παίρναμε 8.500 χιλιάδες μισθό. Μπερδεύτηκα, όμως, και βγάζω από την άλλη τσέπη 35 χιλιάρικα που ήταν για να πληρώσω ένα γραμμάτιο».

ΤΟ «ΚΟΥΜΑΡΙ»

«Οι οδηγοί έπαιζαν ζάρια στο πατάρι που ήταν κάτω από την τουριστική θέση και πάνω από το γκαράζ και από ’κει μπορούσαν να δουν την μπουκαπόρτα του καραβιού. Πάω στο “κουμάρι” και βλέπω ότι άλλοι καθόντουσαν πάνω σε τάκους, άλλοι πάνω σε τενεκέδες με λάδια και άλλοι πάνω σε κλούβες με πορτοκάλια. Λέω, τσούρα μου ένα χιλιάρικο· όχι, μου λένε, θα μπεις όπου σπάσει. Μπαίνω, και όση ώρα κουβεντιάζουμε την ιστορία του ναυαγίου», (όχι πάνω από δέκα λεπτά), «χάνω και τα 35 χιλιάρικα. Φεύγω, πάω να κοιμηθώ και πριν πέσω στο κρεβάτι, παίρνω να διαβάσω ένα “Ρομάντσο” της εποχής, που είχε απ’ όξω τον Ζαχαρία με τη χοντρή. Διαβάζω, διαβάζω, εγέλουνα και μου λέει ένας οδηγός: Έχασες 35 χιλιάρικα και γελάς βρε αναίσθητε; Τι να κάνω μωρέ του λέω; Το πρωί θα πάω με την όπισθεν στη Θεσσαλονίκη.

Ξαφνικά πετώ το “Ρομάντσο” και γαέρνω με τα 15 χιλιάρικα τα δικά μου. Λέω, όπου σπάσει, καθίζω κατά τύχη στον ίδιο τάκο και τους παίρνω 95 χιλιάρικα».

Αυτή η κίνηση -δηλαδή το ότι ξαναγύρισε να παίξει ζάρια- του έσωσε τη ζωή, γιατί, όπως από τότε λέει σε όλους, «όσοι κοιμόντουσαν πνίγηκαν.

«Ξέρεις», ρωτά, «τι είναι να κοιμάσαι και ξαφνικά να ξυπνήσεις και το σώμα σου να είναι οριζόντιο στο ταβάνι της καμπίνας, ενώ τελειώνει τ’ οξυγόνο; Λες, σκότωσέ με να τελειώνουμε. Θυμάμαι ότι οι αστυνομικοί ήταν αλυσοδεμένοι με τους κρατούμενους, όμως, δεν έλυσαν ούτε έναν, γιατί δεν πίστευαν ότι θα βουλιάξει το καράβι. Όσοι γλιτώσαμε ήταν γιατί το μυαλό μας δούλεψε».

«ΑΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΚΙ ΑΠΑΝΩ ΤΟΥ»

Κάνει παύση για αρκετά δευτερόλεπτα. Τα μάτια του γυαλίζουν λες και ζει πάλι την ίδια σκηνή. «Την ώρα που βάνω τα λεφτά μέσα σ’ ένα πορτοφόλι, ανοίγει η μία μπουκαπόρτα». «Δεν άνοιξε όμως κανονικά», λέει, «αλλά έφυγε ολόκληρη κάτω στη θάλασσα. Με το που ανοίγει η πόρτα, φεύγουν στη θάλασσα όλοι οι γύφτοι (πάνω από 150) που ήταν στο γκαράζ κι εμείς απού μπορεί κι απάνω του.

Εκεί που παίζαμε τα ζάρια ήταν μια σκάλα κάθετη με έξι – επτά σκαλοπάτια. Την ανεβαίνω και βρίσκομαι στην τουριστική θέση. Πιάνομαι από κάπου και θωρώ -όπως ο πεινασμένος κοιτά ένα πιάτο φαΐ- ότι υπήρχαν δυο κολόνες μέχρι την αριστερή πόρτα απ’ όπου θα μπορούσα νά ’βγαινα όξω. Φτάνω τη μια κολόνα, μετά μ’ ένα σάλτο γαντζώνομαι στην άλλη και πολεμώ να φτάσω την πόρτα. Όμως, η πόρτα δεν είχε κανονικό χερούλι, παρά είχε από μέσα ένα στρογγυλό σίδερο, οξυγονοκολλημένο. Βάζω την κεφαλή μου, τα πόδια μου, τα χέρια μου, τα σκώτια μου, ούλα μου και έσπρωχνα την πόρτα. Ανοίγει η πόρτα και την ώρα που πάω να βγω, μου πιάνει το χέρι και μου το μαγκώνει. Πιέζω και βγάζω το χέρι μου. Το καράβι κυκλικά είχε κάτι καγκελάκια…».

ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΖΩΗΣ

Σταματά και του ξεφεύγει ένας βαθύς αναστεναγμός… Η χροιά της φωνής του αλλάζει. Ζει ολοκληρωτικά εκείνες τις στιγμές. Παίρνει ανάσα και συνεχίζει.

«Λέω, Γεωργακάκη ο Θεός να σου συγχωρέσει. Και βγάνω την πλάτη μου προς τον γιαλό, πιάνω το πάνω καγκελάκι και τα πόδια μου ακουμπούν στο κάτω καγκελάκι. Κάνω ένα, δύο, τρία και βουτώ στη θάλασσα. Την ώρα λοιπόν, που εγώ βρέθηκα πενήντα μέτρα μακριά, ακούγονταν εκρήξεις από το καράβι, ενώ άστραφτε ο ουρανός. Με προλαβαίνουν της σβίγας τα ρεύματα στα πόδια, ήμουν, όμως, τυχερός γιατί έκανα μια βουτιά και γλίτωσα. Χαμός. Άκουγα φωνές, βοήθεια μάνα μου πνίγομαι, έβλεπα ανθρώπους να χάνονται στα κύματα. Κολυμπώ, κολυμπώ, ξεφεύγω από τ’ απόνερα κι εκεί που κολυμπούσα, μετά από δυο ώρες ανταμώνουμε και ήμαστε τρεις. Μετά πέντε. Ποιος είσαι εσύ; Ο Δεληγιάννης, ο Μανοσουδάκης από την Αργυρούπολη, ο Κουριδάκης από τις Βουκολιές, ένα κοπέλι από τον Γαλατά, ένα άλλο από τα Σφακιά. Έχουμε μείνει επτά άτομα. Οι περισσότεροι πνίγηκαν, άλλους τους πήραν τα κύματα. Συνεχίζω να κολυμπώ μόνος μου, πια, αφού τα κύματα με παρασέρνουν και αρχίζει να ξημερώνει. Νιώθω στην πλάτη μου ένα βάρος και λέω, Παναγιά μου σκυλόψαρο, θα με φάει. Όμως ήταν άνθρωπος πεθαμένος. Τροζάθηκα και παθαίνω κράμπα στην αριστερή μου γάμπα. Συνεχίζω να κολυμπώ, άκουγα από πάνω μου αεροπλάνα, αλλά δεν μ’ έβλεπαν, αφού ήμουν κατάμαυρος από τις πίσσες.

Βασιλεύει ο ήλιος, εγώ μέσα στο νερό τόσες ώρες δε νιώθω σχεδόν καθόλου τα δεξιά μου άκρα και ξάφνου «ακούω» στην πλάτη μου ένα βάρος και γαέρνω και θωρώ, όσο μπορούσα να δω, ένα βαρέλι λάδι. Πιάνω το βαρέλι και αυτό με βοήθησε, αφού τα κύματα χτυπούσαν πάνω του. Μια δόση ακούω ένα δυνατό θόρυβο. Ήταν ένα φινλανδικό γκαζάδικο, το οποίο περνούσε 35 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που βούλιαξε το «Ηράκλειον». Με μάζεψαν στις 5.40 το απόγευμα και κατά τύχη ένας από τους ναυτικούς ήταν Έλληνας. Με ρώτησε πώς λέγομαι και εγώ, στη ζάλη μου απάνω, του είπα Μίμης Γεωργιδάκης».

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ

Ο «Ναυαγός» μεταφέρθηκε στο Τζάνειο Νοσοκομείο στον Πειραιά. Τι είχε γίνει, όμως, στο πατρικό του σπίτι στον Πλατανιά;

«Τότε», θυμάται ο ίδιος, «ήμασταν οι μόνοι στον Πλατανιά που είχαμε τηλέφωνο και ράδιο, μάρκας «Telefunken». Η μάνα μου -όπως μου είπαν μετά- έβαλε τυχαία εκείνο το πρωί το ράδιο και μόλις άκουσε ότι το «Ηράκλειον» βούλιαξε, έκανε τάμα στον Άι Δημήτρη να με σώσει. Ο πατέρας μου, όμως, ήταν σίγουρος, μόλις το ’μαθε στο καφενείο, ότι εγώ είχα σωθεί. Πήγε, μάλιστα, κατευθείαν στο ναυτικό γραφείο και ρώτησε τον πράκτορα ποιοι είναι οι διασωθέντες. Μόλις άκουσε το όνομα Μίμης Γεωργιδάκης, κατάλαβε ότι είχα σωθεί».

Αν τον ρωτήσεις γιατί σώθηκε, θα σου απαντήσει μονομιάς: «Γιατί έπαιζα ζάρια». Ούτε γιατί η μάνα του τον έταξε στον Άγιο Δημήτριο, ούτε γιατί δούλεψε το μυαλό του ή ήταν τυχερός, ούτε γιατί ήταν δεινός κολυμβητής, αφού κάθε καλοκαίρι κολυμπούσε από την παραλία του Πλατανιά μέχρι το νησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Πενήντα τρία χρόνια μετά τα σημάδια στα χέρια του, στο μυαλό του και κυρίως στην ψυχή του εξακολουθούν να παραμένουν στη θέση τους, θυμίζοντας στον ίδιο ότι κάποτε «κουτούλησε» με τον θάνατο και με το πείσμα του κατάφερε τελικά να του γυρίσει την πλάτη.

Και σήμερα, ανήμερα της τραγικής επετείου, κάποια στιγμή, θα περάσει -όπως κάθε χρόνο- από το μνημείο του ναυαγίου στο παλιό λιμάνι των Χανίων για να αποτίσει -μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας- τον δικό του φόρο τιμής στους αδικοχαμένους γνωστούς και άγνωστους εκείνης της τραγικής ιστορίας.

Μοιραστείτε την είδηση

Χρηστάλλα Κακαβελάκη

biskotto.gr