ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ
Θα κεράσεις ένα τσιγάρο; ρώτησα χαμογελώντας λίγο σκανδαλιάρικα, όπως κάνεις για να δοκιμάσεις μόνο και μόνο την αντίδραση κάποιου.
Έπιασε το πακέτο και το χέρι του ήρθε στο ύψος των ματιών μου. Βαρύ και δυσανάλογα μεγάλο με το υπόλοιπο σώμα σαν να του ‘χε χαρίσει ο Θεός ότι περίσσεψε, με νύχια μεγάλα, οβάλ και καλοκομμένα.
Δεκάδες γρατζουνιές, απ’ τα σύρματα που έδενε καθημερινά, το αίμα πια σαν μικρές και συμμετρικές βελονιές κόκκινες, μου θύμισε τατού από χένα που είχα δει πολλές φορές σε χέρια νεαρών Ινδών γυναικών, καμωμένα κουκκίδα κουκκίδα με την κοκκινωπή πάστα.
Έκανε να τ’ ανοίξει και το χέρι τρεμούλιασε λίγο σαν να δίστασε, μα ύστερα γραπώνοντας το πακέτο πιο αποφασιστικά, το άνοιξε και έσυρε ένα Winston κατοστάρι.
Το πήρα και άπλωσα το χέρι μου να πιάσω τον αναπτήρα, μα με πρόλαβε. Και τότε είδα το τρεμούλιασμα καθαρά.
Αλκοολικός, σκέφτηκα και ένοιωσα ένα ξαφνικό σκοτείνιασμα στη διάθεσή μου, αλλά δεν ξέσυρα το βλέμμα μου από πάνω του.
Το Γιάννη, ας τον πούμε έτσι, τον ήξερα λίγο, μόνο μέσα απ’ τη δουλειά που έτυχε να συνεργαζόμαστε ‘κείνο τον καιρό.
Κοντά εξηντάρης, αλλά καλοδιατηρημένος με μέτριο μπόι και χωρίς ίχνος περιττών κιλών, είχε έναν αέρα άντρα αρκετά μικρότερου.
Ήξερα μονάχα πως ήταν χωρισμένος χρόνια, με παιδιά μεγάλα κι εγγόνια. Άναψε το τσιγάρο μου και έβαλε κάτω τον αναπτήρα ξανά. Θαρρώ πως είδε το βλέμμα μου καρφωμένο στο χέρι του ή μπορεί και να ‘ταν ιδέα μου.
Με μια κίνηση απότομη, νευρική σχεδόν, το σήκωσε στο πρόσωπό του και βάζοντας απόσταση ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη , το ακούμπησε πάνω στο περιποιημένο κοντό μουστάκι του κι απλώνοντας τα δάκτυλα αριστερά και δεξιά τα πέρασε δυο φορές από πάνω.
Ύστερα, πιο νωχελικά, το ‘συρε ως κάτω στο σαγόνι πάνω από τα υπόλοιπα γένια του. Κίνηση αμηχανίας σκέφτηκα και τράβηξα μια τζούρα απ’ το τσιγάρο.
Ο καπνός βαρύς και πικρός εισέβαλε στο στόμα μου και άφησε μια γεύση από στάχτες. Έκανα να το σβήσω, δεν ήθελα στ’ αλήθεια να καπνίσω, μα σκέφτηκα πως το τσιγάρο σε κάνει πιο συντροφικό όταν κάνεις παρέες, και ίσως το να μοιράζεσαι κάτι κακό, να ‘σαι συνένοχος, σου δίνει κι ένα αίσθημα αλληλεγγύης.
Παρασκευή βράδυ και το καφέ μπαρ ήτανε γεμάτο κόσμο όταν πρωτομπήκα, αλλά τώρα πια περασμένη ώρα είχαμε μείνει δύο τρεις παρέες.
Και μένα, η δική μου παρέα είχε ήδη σκορπίσει κι είχα μείνει μόνη με τον άλλον για ένα τελευταίο ποτό, πριν αναζητήσω το κρεββάτι μου. Πάμε; Ρώτησα και ταυτόχρονα μισοσηκώθηκα απ’ το σκαμπό που καθόμουν.
“Φέρε άλλο ένα”, είπε στο επιμελέστατο και ευγενικό γκαρσόνι κι αυτός δεν ήθελε παρακάλια, έχοντας αποφασίσει πιθανόν ότι όσο πιο γρήγορα μας σερβίρει, τόσο νωρίτερα θα ξεκουμπιστούμε για να σχολάσει ο ίδιος. Τελευταίο αντιγύρισα , και ξανακάθισα αφήνοντας το ένα πόδι να πατάει ακόμα στο πάτωμα.
Το ένα ποτό δεν είναι τελικά ένα με σένα του είπα γελώντας για να αφαιρέσω το καρφί απ’ τα λόγια μου .
“Εγώ κοπελιά είμαι αλκοολικός” είπε χωρίς περιστροφές και εγώ χαμογέλασα ηλίθια για να καλύψω την αμηχανία μου. Νοιώθοντας ίσως πως μ’ έβαλε σε δύσκολη θέση ξεκίνησε να μιλά για δουλειά.
Ανώδυνο θέμα απ’ αυτά που μπορείς να χειριστείς με το κεφάλι μόνο χωρίς να καλέσεις τις ευαισθησίες σου να παρακαθίσουν στη συζήτηση.
Ήπιαμε το τελευταίο έτσι και ένα γύρο σφηνάκια που κέρασε ο σερβιτόρος αποφασισμένος πια πως το Σαββατόβραδο του ήταν χαμένο για χαμένο. Όταν ζητήσαμε το λογαριασμό κόντευε να τελειώσει και το γερμανικό νούμερο.
Έλα να βγάλω λεφτά και κόντεψα να μείνω ανάπηρη μέσα στη βιασύνη του να με προλάβει.
“Δεν υπάρχει περίπτωση” είπε και εγώ θεώρησα πρέπον, όσο κι αν θεωρώ ότι δεν είναι σωστό, να μην κάνουμε το μαγαζί αρένα. “Δεν είσαι εντάξει” του λέω βγαίνοντας, “είπα πως εγώ θα κεράσω απόψε” “Εσύ θα κεράσεις στο επόμενο μαγαζί”. “Έλα να σε πάω σπίτι, έχεις πιει πολύ για να οδηγήσεις” , “δεν είμαστε για περισσότερα ξύδια”. “Ή θα πάμε για άλλο ένα, ή γυρνάω σπίτι μου όπως έφυγα” με απείλησε.
Σκέφτηκα να φύγω. Ήμουν κουρασμένη και νύσταζα. Μα κοντοστάθηκα. Ένοιωσα ενοχές. Γιατί πίναμε μαζί.
Γιατί όταν βλέπεις πως ο άλλος είναι πιωμένος δεν τον αφήνεις στην τύχη του.
“Ένα ακόμα, διάλεξε που θες να πάμε. Αλλά πρόσεξε, ΕΝΑ!” είπα και ακόμα και στ’ αυτιά μου ακούστηκε λίγο κούφιο. Λες και είχε καμιά σημασία πλέον. Αποφάσισα λοιπόν να αφήσω το κήρυγμα κατά μέρος και να βγάλω τα ταμπού μου βόλτα στην επαρχία. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο μου, έβαλα τη ζώνη μου και καταπίνοντας τη νύστα που ανοιγόκλεινε τα σαγόνια μου, φόρεσα χαμόγελο κολγκέητ και έβαλα μπρος. Με κατεύθυνε προς το παλιό λιμάνι. Νοέμβρης μήνας, νύχτα βροχερή. Τα αυτοκίνητα λίγα, οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια ελάχιστοι.
“Μπες μέσα” μου λέει, εννοώντας να περάσω το άβατο για μένα πλακόστρωτο που οδηγεί στην παραλιακή. “Μα”.. “Μπες” μου ξαναλέει, “Απόψε είναι δικό μας, όπου θέλουμε πάμε”, και εγώ φορμαρισμένη μ’ άλλα χούγια εξευρωπαϊσμένα, μου φάνηκε παράπτωμα ισότιμο τουλάχιστον ληστείας.
“Εδώ, εδώ πάρκαρε” αναφώνησε κάποια στιγμή και εγώ βλέποντας τη θάλασσα κοντά, να γλείφει μάλιστα το δρόμο, είχα μια ανησυχία για το αν το ξαναβρώ βγαίνοντας από όπου πηγαίναμε.
Κι αν δεν το πάρει η θάλασσα, ο γερανός της τροχαίας παίζει να το σηκώσει σκέφτηκα μα μετά μια που ήταν η ώρα περασμένη, μια που είχα αποφασίσει να ζήσω ριψοκίνδυνα ένα βράδυ, αποφάσισα πως το πάρκινγκ που μου βρήκε ο συμπότης μου, αφού ήταν καλό για αυτόν, ήταν καλό και για μένα. Έσπρωξε την πόρτα σ’ ένα απ’ τα μπαρ που βρίσκονταν στη σειρά και μπήκαμε μέσα.
Όλες μου οι αισθήσεις δέχτηκαν επίθεση ταυτόχρονα: μουσική στη διαπασών, καπνός που έκανε τα μάτια να δακρύζουν και τη μύτη να θέλει να εγκαταλείψει τη μούρη σου κι όσο για την αφή, σίγουρα μέσα στο στρίμωγμα των κορμιών έκανε γνωριμίες άθελά της.
Δεκάδες νεαρά άτομα περιφέρονταν ή στέκονταν σαν υποδειγματικοί σερβιτόροι σε πάρτι υψηλής κοινωνίας με τη μόνη διαφορά πως κουβαλούσαν ένα μοναχικό ποτό…