Αρθρογραφίανέα

Η βουκαμβίλια… | αληθινή ιστορία

Σήμερα αγόρασα μια τύχη.
Ναι, έτσι ακριβώς όπως τ’ ακούσατε. Καταμεσήμερο, στην είσοδο της πόλης αγόρασα μια τύχη.
Μη φανταστείτε τσιγγάνες και φυλαχτά, ούτε ασημωμένες παλάμες. Λεφτά αλλάξανε χέρια, ναι. Αλλά με όλα τα νόμιμα παραστατικά και χωρίς παζάρια.
Μπήκα στην αυλή του μαγαζιού ιδρωμένη, αγχωμένη και διαολισμένη, ψάχνοντας στις τσέπες για το κινητό μου που χτυπούσε και πατώντας ταυτόχρονα ξανά το κουμπί του κλειδιού να δω αν κλείδωσα τ’ αυτοκίνητο. Ήθελα ν’ αγοράσω μια απ’ τις πορτοκαλί βουκαμβίλιες που είδα ανανθισμένες καθώς περνούσα το πρωί απ’ το ίδιο σημείο.
Την τύχη έπαψα καιρό τώρα να την αποζητώ.

Την πλησίασα λοιπόν εκεί που στεκόταν μαζί με τις άλλες βουκαμβίλιες, περιμένοντας να τις διαλέξει κάποιος που τις αγαπά και άρχισα να τις εξετάζω μια μια.
Η μιά μου φάνηκε μικρή, η άλλη είχε ξερά φύλλα, η διπλανή της λίγο μαδημένη. Αναποφάσιστη πάλι.
Με ξέρω όταν είμαι αγχωμένη. Δεν ξέρω τι θέλω, δεν μπορώ ν’ αποφασίσω ούτε για το τι θέλω να φάω. Ποιά;
Εγώ.
Που μπορώ όταν το βάλω στο μυαλό μου όχι μόνο να γυρίσω τον κόσμο ανάποδα, μα να τον κάμω και να σταθεί στο κεφάλι του.
Κι όμως.
Αποφάσισα να κάνω μια βόλτα μέσα στον ανθόκηπο μπας και καταφέρω να βάλω σε μια τάξη το μυαλό μου. Θαύμασα μια διπλαδένια ή πιο σωστά πολλές στη σειρά, άγγιξα τα δάχτυλα μου στ’ αρωματικά, και μύρισα το λεπτό άρωμα τους, ζαλίστηκα όταν κοίταξα την τιμή σε μια μικρή, κλαδεμένη σαν μπαλίτσα ελιά και κατευθύνθηκα στο σκεπασμένο μέρος του κήπου.
Η υπάλληλος άφησε το τηλέφωνο και ήρθε να μ ‘εξυπηρετήσει. «Τι θέλετε;» με ρωτάει…
«Μια πορτοκαλί βουκαμβίλια», της απαντώ. Έκανε να βγει απ’ την πόρτα γυρίζοντας να κοιτάξει αν την ακολουθώ. Εγώ κοίταζα γύρω γύρω σα να χα αποβλακωθεί.

Είδα κάκτους τσιτερούς στη σειρά πάνω στους ξύλινους πάγκους, ορχιδέες κάθε χρώματος, άψογες αρχόντισσες να με κοιτάνε υπεροπτικά, τα μάτια μου γλιστρήσανε πάνω από φυτά που ο σπόρος τους στα χώματα μας δε φυτρώνει και από κει προσγειωθήκανε στο βρεγμένο πάτωμα.

Μόλις που ‘χαν ποτίσει.
Και τότε την είδα. Καθότανε μοναχή της ήσυχα στο πάτωμα, μπροστά από τον πάγκο γεμάτο με τις εξωτικές ορχιδέες, εντελώς απαρατήρητη. Και εγώ δεν ξέρω τι έπαθα, γιατί κάτι έπαθα.
Δεν είχε τίποτα θελκτικό πάνω της. Προορισμένη για την αφάνεια, χωρίς στολίδι, χωρίς χρώμα ξεχωριστό, χωρίς τίποτα να εντυπωσιάσει το μάτι σου, να σε κάνει να γυρίσεις να την κοιτάξεις.
Μα εγώ την ερωτεύτηκα. Ήξερα χωρίς αμφιβολία πως φεύγοντας θα την έπαιρνα μαζί μου.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά έτσι έγινε. Ίσως να τανε η στρογγυλάδα των άκρων της, ή το σαρκώδες κορμί της. Ίσως να ‘τανε το περίεργο μυαλό μου που αρέσκεται να μαζεύει πράγματα που κανένας άλλος δε θέλει.
Μπορεί να ταν και τυχερό μας να τη διαλέξω και να με διαλέξει.
Δεν ξέρω. Μα για μένα είχε αυτό το κάτι που σε κάνει να την ξεχωρίζεις μέσα από μια πληθώρα ομορφοκαμωμένων.
«Αυτήν θέλω, πως τη λένε» ρώτησα αποφασιστικά στη κοπέλα που σκεκότανε ακόμα με το ένα πόδι μετέωρο, περιμένοντας να δει αν την ακολουθήσω ως τις βουκαμβίλιες.
«Τύχη, είναι δεν το ξέρεις, μου απάντησε. Πολύ τυχερό φυτό. Είναι πολύ καλό για Φενγκ σούι» άρχισε να φλυαρεί, αλλά εγώ είχα χαθεί πάλι.
Τύχη;
Σίγουρα με κοροϊδεύει.
Γύρισα και τη στραβοκοίταξα λιγάκι με το ένα φρύδι σηκωμένο.
«Με κοροϊδεύει σίγουρα σκέφτηκα. Με βλέπει χαμένη στον κόσμο μου και αναποφάσιστη και με πήρε στο ψιλό».
Έσκυψα και τη σήκωσα προσεκτικά. Τα μικρά, στρογγυλά και παχιά φύλλα που κρεμότανε πάνω στα λεπτοκαμωμένα κοτσάνια τους φαινότανε πολύ εύθραυστα.
Τύχη, έγραφε με μαύρο στυλό σ’ ένα μικρό αδιάβροχο ταμπελάκι, σαν αυτά που βάζουνε στα μαιευτήρια στα νεογνά, που ήτανε τσιτωμένο πάνω σ ένα καλαμάκι στο χώμα κάτω απ τα πόδια της.
«Ή τύχη μου». Βρήκα την τύχη μου σκέφτηκα και γέλασα από μέσα μου, στην αρχή σαρκαστικά, αλλά μετά κάτι σαν ν’ άναψε μέσα μου. Ένοιωσα παράξενα, σαν να ‘χα κερδίσει όχι ένα, αλλά εκατό Τζακποτ με μιας. Βρήκα την τύχη μου έτσι απλά με μια ματιά! Πόσες φορές συμβαίνει;
Έχω βλαστημήσει πολλές φορές την τύχη μου. Για να μαι ειλικρινής, πάντα έλεγα πως δεν είχα τύχη και το πίστευα. Πολλά καλά μου δώσε ο Θεός ή οι μοίρες μου, όταν γεννήθηκα σ’ αυτό τον κόσμο και ένοιωθα πάντα ευγνωμοσύνη.
Μα τι να το κάνω που δεν είχα ποτέ τύχη, σκεφτόμουνα συνάμα. Σε τι ωφελεί αν δεν έχεις και λίγη τύχη σ’ αυτή τη ζωή. Αν καθημερινά κάθε λογής εμπόδια και κάθε λογής ατυχίες σου κάνουν τη ζωή σου κόλαση, ένα δρόμο αδιάβατο και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα;
Και τώρα; Τώρα όλα αλλάξανε.
Τώρα βρήκα αυτό που μου λείπε και το έκανα δικό μου.
Αγόρασα επιτέλους την δική μου τύχη.
Η τύχη μου. Η τύχη της.
Πλήρωσα την τύχη και μαζί και μια απ’ τις βουκαμβίλιες που έπιασα στην τύχη, τελικά χωρίς πολύ σκέψη και βγήκα στο δρόμο νοιώθοντας άτρωτη πια.

Τώρα τα έχω όλα σκέφτηκα.
«Θέλει σκιά, δεν κάνει στον ήλιο» , μου φώναξε η κοπέλα όπως έφευγα. Ξέρω ακριβώς που θα τη φυτέψω.
Και ξέρω πώς θα ριζώσει και θα προκόψει.
Εγώ κι η τύχη μου βρήκαμε επιτέλους η μια την άλλη…

Μοιραστείτε την είδηση

Έφη Ανδρουλάκη

Αρθρογράφος