Η σημασία της αναμνηστικής δόσης | πώς θα μειωθούν οι θάνατοι από κορωνοϊό
Γράφει ο Γιώργος Ατσαλάκης, αναπληρωτής καθηγητής του Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης:
Η Νότιος Κορέα είχε εξαιρετικές επιδόσεις στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού από την αρχή της πανδημίας. ‘Έχοντας περίπου 7.000 θανάτους που αντιστοιχούν στο 0,013% του πληθυσμού των 52 εκ. κατατάσσεται στις χώρες με τις πιο επιτυχημένες στρατηγικές διαχείρισης της πανδημίας. Έχει εμβολιασμένο με δυο δόσεις το 85,2% του πληθυσμού και το 54,9% με την αναμνηστική δόση.
Το Ισραήλ με περίπου 9.200 θανάτους που αντιστοιχούν στο 0,10% του πληθυσμού των 9,2 εκ. έχει εμβολιασμένο με δυο δόσεις το 66,3% του πληθυσμού και το 55,6% με την αναμνηστική δόση.
Η χώρα μας, με περίπου 24.200 θανάτους που αντιστοιχούν στο 0,23% του πληθυσμού της των 10,7 εκ., έχει εμβολιασμένο με δυο δόσεις το 68,7% του πληθυσμού με δύο δόσεις και το 46,4% με την αναμνηστική δόση. Η Νότιος Κορέα έχει 17 φορές λιγότερους θανάτους από τη χώρα μας και 8 φορές λιγότερους από το Ισραήλ.
Ο επταήμερος κινητός μέσος όρος των θανάτων, έχει ανέλθει πρόσφατα σε νέα υψηλά από την αρχή της πανδημίας, τόσο στο Ισραήλ με υψηλό 73 θανάτους ανά ημέρα, όσο και στην χώρα μας 108 θανάτους, ενώ στη Νότια Κορέα είναι 20 θάνατοι.

Στο σχήμα φαίνονται 4 διαγράμματα που αφορούν τη μετάλλαξη Όμικρον στη Νότια Κορέα. Το πάνω αριστερά διάγραμμα δείχνει την άνοδο των κρουσμάτων. Το πάνω δεξιά δείχνει την ανοδική πορεία της αναμνηστικής δόσης. Το κάτω αριστερά δείχνει τη μείωση των εισαγωγών στις εντατικές μονάδες, και το κάτω δεξιά διάγραμμα δείχνει την μείωση των θανάτων.
Η συγκριτική ανάλυση αυτών των διαγραμμάτων δίνει σημαντικά συμπεράσματα. Γνωρίζουμε από τις πρόσφατες μελέτες ότι η 3η δόση προστατεύει κατά 50% από την μόλυνση, 90% από την νοσηλεία σε νοσοκομεία και 95% από τον θάνατο.
Ως προς τη μόλυνση, ούτε οι επιτυχημένες στρατηγικές της Νότιας Κορέας κατάφεραν να αποτρέψουν την εμφάνιση των κρουσμάτων καθόσον το ποσοστό προστασίας των εμβολίων (50%) είναι πολύ μικρό. Στο παρελθόν τα «απαγορευτικά» περιόριζαν την μόλυνση κυρίως στα πρώτα κύματα της πανδημίας. Αλλά δεν εφαρμόζονται πλέον εξ αιτίας των καταστροφικών συνεπειών που δημιουργούν στην οικονομία και κυρίως στην απορρύθμιση της εφοδιαστικής αλυσίδας με αποτέλεσμα τις αυξήσεις των τιμών των προϊόντων. Εφόσον τα εμβόλια έχουν κατασκευαστεί για να αποτρέπουν τη βαριά νόσηση, έχουν χαμηλή προστασία από την μόλυνση του κορωνοϊού.
Οπότε για την αποφυγή της μόλυνσης παράλληλα με τα εμβόλια απαιτούνται κυρίως τα ατομικά μέτρα προστασίας όπως, η ορθή χρήση της μάσκας, η τήρηση των αποστάσεων, η αποφυγή των συνωστισμών, κατάλληλος εξαερισμός κ.λπ. Κάθε προτροπή για άρση αυτών των μέτρων είναι εξαιρετικά πρόωρη.
Ως προς την νοσηλεία, η τρίτη ή η αναμνηστική δόση των εμβολίων προστατεύουν κατά 90%. Στο κάτω αριστερά διάγραμμα της Νότιας Κορέας δείχνει ότι ενώ τα κρούσματα ανέβαιναν κατακόρυφα, οι εισαγωγές στις εντατικές μονάδες μειωνόταν απότομα. Αυτό συνέβαινε εξαιτίας της κατακόρυφης αύξησης της 3ης δόσης όπως δείχνει το πάνω δεξιά διάγραμμα που έχει φθάσει στο 54,9%του πληθυσμού.
Ως προς τους θανάτους, η τρίτη ή η αναμνηστική δόση των εμβολίων προστατεύουν κατά 95%. Στο κάτω δεξιά διάγραμμα της Νότιας Κορέας δείχνει ότι ενώ τα κρούσματα ανέβαιναν κατακόρυφα, οι θάνατοι μειωνόταν απότομα. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της κατακόρυφης αύξησης της 3ης δόσης, όπως δείχνει το πάνω δεξιά διάγραμμα.
Η ανάλυση αυτών των δεδομένων της Νότιας Κορέας δείχνει ότι για να επιτύχει η χώρα μας την μείωση των θανάτων θα πρέπει να προχωρήσει, όσο το δυνατό γρηγορότερα, να λάβει την τρίτη δόση το 15% περίπου του πληθυσμού, το οποίο ενώ έχει λάβει τις δυο δόσεις, δεν έχει λάβει την 3η δόση, ενώ έχει ήδη παρέλθει η προθεσμία. Η ολοκλήρωση της αναμνηστικής δόσης θα δώσει θεαματικά αποτελέσματα στην αποκλιμάκωση των θανάτων.
Έτσι θα μείνει ενεργά προστατευμένο περίπου το 69% του πληθυσμού. Παράλληλα με την ολοκλήρωση της αναμνηστικής δόσης θα πρέπει να επεκταθούν οι εμβολιασμοί στο υπόλοιπο 31% από το οποίο μόνο 3% έχει λάβει την πρώτη δόση. Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στις ηλικίες άνω των 60 ετών και στους έχοντες υποκείμενα νοσήματα.