Γράψε «Βαρελάς» | η ανέκδοτη ιστορία που έγινε παροιμιακό στερεότυπο
Γράφει ο Αντώνης Σχετάκης:
Η Εμπορική τράπεζα ήταν η πρώτη τράπεζα που άνοιξε υποκατάστημα στο Καστέλι. Ο διευθυντής, ένας ευγενέστατος άνθρωπος, είχε πρόβλημα διότι δεν γνώριζε ανθρώπους και πράγματα και οι μικρές χρηματοδοτήσεις προς διευκόλυνση ενδιαφερομένων και για να ανοίξει κύκλο πελατών ήταν πάντα επισφαλείς.
Στήριγμα κι αποκούμπι του ο κύριος Χαρίλαος, ένας ηλικιωμένος που διατηρούσε απέναντι κατάστημα και πουλούσε κρασί χύμα, ξύδι, αλάτι, φελλούς, σπίρτο του σαπουνιού, πυτιές, μουστόλη, μουστόμετρα, υλικά καθαρισμού των κρασοβάρελων, πυκνόμετρα, οινόπνευμα, φωτιστικό πετρέλαιο κλπ.
Ο κύριος Γιώργος, ο διευθυντής της Τράπεζας, είχε για…οικονομικό του σύμβουλο τον κύριο Χαρίλαο, τον οποίο καλούσε με τρόπο, οσάκις κάποιος ζητούσε οικονομική διευκόλυνση και αυτός, μόλις έμπαινε διακριτικά στην Τράπεζα, με ένα νεύμα αδιόρατο για τους άλλους, ειδοποιούσε τον τραπεζίτη αν ο αιτών ήταν φερέγγυος ή όχι.
Η συνεργασία κρατούσε καλά και ο διευθυντής απέφευγε τις κακοτοπιές διότι ο κύριος Χαρίλαος είχε αποδειχτεί απολύτως αξιόπιστος. Πολλές φορές σε περιπτώσεις αξιόπιστων πελατών, ο κύριος Χαρίλαος συνυπέγραφε ως εγγυητής, όπως και σε περιπτώσεις που ήξερε ότι υπήρχε μεγάλη οικογενειακή ανάγκη..
Μέχρι τώρα κανένα σύννεφο δεν είχε σκιάσει την ιδιότυπη σχέση του κυρίου διευθυντή με τον συμπαθέστατο οικονομικό σύμβουλο του τον κύριο Χαρίλαο.
Αρχές του Αυγούστου ενέσκηψε στην πόλη ο Βαρδής ο Βαρελάς, βαρελάς το επάγγελμα που κάθε χρόνο τέτοια εποχή, ερχόταν στο Καστέλι, για να επιδιορθώσει τα κρασοβάρελα των παραγωγών του Κισαμίτικου κρασιού. Τα ξεφούντιζε, έκαιγε τις ντόγες, άλλαζε τις φθαρμένες επιδιόρθωνε τα τσέρκια και κατασκεύαζε καινούργια βαρέλια από καστανιά ή δρυ, ονομαστά για την αντοχή και την ποιότητά τους.
Έμενε κάτω στη παραλία στο εγκαταλελειμμένο παλιό σαπουναριό, που το είχε μετατρέψει σε βαρελάδικο και κοιτώνα. Για να μη δουλεύει μόνος, μέσα στο αχανές και ερειπωμένο σαπουναριό, είχε δώσει στα εργαλεία της δουλειάς κι από ένα όνομα που του θύμιζε ένα σύντροφο ή μια συντρόφισσα στους αγώνες.
Τα σκαρπέλα, οι πλάνες, οι ράσπες, τα σφυριά, τα πριόνια, τα σκεπάρνια, οι περτσιναδόροι, οι σγράβιες, οι ξύστρες, οι ματσόλες και τα αρίδια που είχε τακτοποιημένα στην σειρά πάνω από τον πάγκο του, ήταν οι καρδιακοί φίλοι στην μοναξιά του. Ο Βαρδής εφευρετικός και ολιγαρκής, έβρισκε με τον τρόπο αυτό παρέα και δούλευαν μαζί με τους παλιούς συντρόφους, που τον γνώριζαν και γνώριζε καλά.
Ο Βαρδής ήταν ένας συνειδητός κομμουνιστής, με αγώνες και συμμετοχή στον εμφύλιο, ο καπετάν Αετός με το όνομα. Ψηλός στο μπόι, τεράστιος, με αετίσιο μάτι και ευφράδεια στον λόγο, προτιμούσε να μην φάει για να αγοράσει τον Ριζοσπάστη και να διαβάσει τις ειδήσεις, για την ταξική πάλη, σε όλο τον κόσμο. Δεν τον απασχολούσαν αστικές ματαιοδοξίες, ήταν ένας τύπος μποέμ ουσιαστικά, που δεν τον πολυενδιέφερε το χρήμα. Λίγο ψωμάκι, μια κούπα κρασί, μια φασολάδα ή μια μακαρονάδα στο μαγέρικο του Παπαδόγιάννη, η εφημερίδα Ριζοσπάστης, ένας καφές στο ζαχαροπλαστείο ή στο καφενείο και:
-Γράψε βαρελάς…
Έλεγε στον μαγαζάτορα, για να σημειώσει στην πλάκα με τα βερεσέδια την οφειλή, που ουδέποτε πληρωνόταν σε χρήμα αλλά και ποτέ δεν έμενε ανεξόφλητη. Όλο και κάποια επιδιόρθωση σε βαρέλι θα ήθελε ο μάγειρας, ο ζαχαροπλάστης ή ο καφετζής.
H ρήση «γράψε βαρελάς» σιγά σιγά, είχε πάρει στην πιάτσα παροιμιακή δύναμη και λεγόταν όταν ήθελε να δηλωθεί χρέος, που ουδέποτε θα εξοφλείτο με ρευστό.
Ο Βαρδής ήταν καλός πελάτης για τον κύριο Χαρίλαο, όχι τόσο για τις αγορές που έκανε, όσο για τους πελάτες που του έστελνε να αγοράσουν υλικά καθαρισμού των βαρελιών και την συντήρηση των κρασιών. Ήταν μια ζωντανή διαφήμιση για τον Χαρίλαο.
Κάποτε ο Βαρδής για ανεξήγητους, για την λιτότητα της ζωής του, λόγους, χρειάστηκε μετρητά, που ουδείς ήταν πρόθυμος να του εμπιστευθεί. Εκεί δεν χώραγε το «γράψε βαρελάς»
Κάποιος του σφύριξε ότι ο κ. Γιώργος, ο Διευθυντής της Τράπεζας έδινε χαμηλότοκα δάνεια.
Ο Βαρδής βασανίστηκε πολύ διότι η κομουνιστική του συνείδηση δεν του επέτρεπε να φανταστεί τον εαυτό του πελάτη σε ναό του καπιταλισμού, όπως έλεγε τις τράπεζες, αλλά ανάγκα και θεοί πείθονται, η πίεση ήταν μεγάλη, οπότε μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις να σου τον στη Τράπεζας για ανάληψη δανείου.
Αφού πονοκεφάλιασε τον διευθυντή με ιστορίες από την αντίσταση, τον εμφύλιο, την ποιότητα των βαρελιών, για το πώς μετρούν την χωρητικότητα τους, το καλλίτερο ξύλο για τα κρασοβάρελα, την δράση του ξύλου επί της ποιότητας του κρασιού, μπήκε στο ψητό.
-Πενήντα χιλιάδες δάνειο κύριε διευθυντή.
-Κύριε μου, πρέπει να μας υποδείξετε κάποιον εγγυητή, του λέει ο διευθυντής
-Με προσβάλλετε κύριε διευθυντή…
Λεει ο Βαρδής που ένοιωθε ότι του αμφισβητούνσαν την προσωπικότητα. Σε όλη την πιάτσα αρκούσε το «γράψε βαρελάς» ακόμη και σε εκείνους που δεν είχαν κρασοβάρελα για επιδιόρθωση και εδώ να του ζητάνε εγγυητή! Έκανε να σηκωθεί να φύγει αλλά η ανάγκη ήταν φαίνεται μεγάλη που τον έκανε να το μετασκευτεί και να κάτσει έστω και χολωμένος.
-Δεν είναι μόνο για σας, σε όλους ζητούμε έναν εγγυητή. Τυπικά πράγματα.
Εγγυητή – εγγυητή μονολογούσε ο Βαρδής και σκότωνε το μυαλό του να βρει ένα όνομα, οπότε ξάφνου ανέκραξε
-Ο Χαρίλαος απέναντι…
Ο διευθυντής ηρέμησε. Αφού, σου λεει, εγγυητής θα είναι ο οικονομικός μου σύμβουλος δεν έχει ρίσκο ο δανεισμός. Φωνάζει λοιπόν τον Χαρίλαο. Μόλις μπαίνει ο Βαρδής τον αγκαλιάζει διαχυτικός και εγκάρδιος.
-Καλέ μου φίλε, πες στον κύριο διευθυντή τι εστί βαρελάς.
-Κύριε Χαρίλαε, ο κύριος Τρακατράκης από εδώ, λεει ότι τον γνωρίζετε πολύ καλά, λεει ο τραπεζίτης. Τρακατράκης ήταν το επίθετο του βαρελά και λίγοι στην πιάτσα, ούτε και ο Χαρίλαος, το ήξεραν.
-Βεβαίως και τον γνωρίζω, είναι εξαίρετος Βαρελάς. Με βήτα κεφαλαίο, λέει ο Χαρίλαος σε μια προσπάθεια να κολακέψει την ζωντανή διαφήμισή του.
Ο Βαρδής καμαρώνει φέρνοντας γύρω με το βλέμμα το κατάστημα.
-Δηλαδή να εμπιστευτώ την αξιοπιστία του; ρωτά με ενδιαφέρον χαμηλόφωνα ο διευθυντής.
-Πες του Χαρίλαε τι εστί βαρελάς.
Ο Χαρίλαος ξέροντας ότι, εκείνο που ενδιέφερε τον τραπεζίτη δεν ήταν η μαστοροσύνη του πελάτη αλλά η αξιοπιστία του από οικονομικής απόψεως, βρέθηκε σε δίλημμα. Από την μια ότι κινδύνευε η σχέση του με τον Βαρδή και από την άλλη αυτή με τον διευθυντή. Προσπαθεί αμήχανος, ως Πυθία να βρει χρησμό για να αποφύγει τον σκόπελο.
-Είναι καλός τεχνίτης, ο καλλίτερος.
-Πως πάνε οι δουλειές, αγοράζει ο κόσμος βαρέλια;
ρωτά ο διευθυντής προσπαθώντας να εκμαιεύσει την …οικονομική επιφάνεια του πελάτη,
-Πολύ καλά, πολύ καλά. Είναι ο πρώτος κι ο καλλίτερος βαρελάς, υπερθεματίζει ο Χαρίλαος, ο οποίος φοβάται να κάνει την αρνητική κίνηση προς τον διευθυντή, μην τυχόν και τον αντιληφθεί ο Βαρδής.
Σαν από μηχανής θεός, ένας πελάτης του Χαρίλαου τον φωνάζει και ανακουφισμένος αποχωρεί βιαστικά, αφήνοντας τον διευθυντή να πάρει μόνος του την κρίσιμη απόφαση.
Η συζήτηση πήρε σε μάκρος, ο κύριος Χαρίλαος είχε γίνει άφαντος, ο βαρελάς ενθαρρυμένος από τα παινέματα του, προέτρεπε τον τραπεζίτη
-Γράψε βαρελάς κύριε διευθυντή, συμβόλαιο!
Πήρε μονότερμα τον διευθυντή, ο οποίος στο τέλος ενέδωσε ρισκάροντας, αφού εξ άλλου το αιτούμενο δάνειο ήταν μικρό.
Ο καιρός περνούσε, τα τρυγοπατήματα τέλειωσαν, το κρασί έβραζε στα βαρέλια που είχε επισκευάσει ή κατασκευάσει ο Βαρδής, ο οποίος είχε αναχωρήσει εκτάκτως εκ Κισσάμου, χωρίς να εξοφλήσει το δάνειο στην τράπεζα.
Ταυτόχρονα έβραζε και ο κύριος Γιώργος, ο διευθυντής της τράπεζας, ο οποίος έβλεπε ανεξόφλητο το δάνειο και τον οφειλέτη άφαντο.
Ο Βαρδής είναι σίγουρο ότι δεν έφυγε σκόπιμα αποφεύγοντας το χρέος του, ποιος ξέρει ποιες ανάγκες τον έκαναν να δώσει την εντύπωση φυγάδος. Αυτός ποτέ δεν το είχε βάλει στα πόδια, αλλά και κανείς δεν ξανάκουσε νέα του και ο κύριος Γιώργος αγωνιούσε για το ανεξόφλητο χρέος
-Κύριε Χαρίλαε ο κύριος Τρακατράκης έχει γίνει άφαντος.
-Ποιος είναι ο Τρακατράκης κύριε διευθυντά; ρωτά ο Χαρίλαος, έχοντας ξεχάσει ότι έτσι ήταν το επίθετο του Βαρελά..
-Ο Βαρελάς Χαρίλαε. Ο Βαρελάς, που μου έλεγες ότι είναι ο καλλίτερος!!!
-Ως Βαρελά κύριε διευθυντή, τον εγγυούμαι, ως Τρακατράκη όμως…δεν έχω καμιά ευθύνη. Και δεν είχε άδικο διότι αυτός είχε επαινέσει τον Βαρδή, μόνο…ως βαρελά.
-Και τι γίνεται τώρα; Χαρίλαέ μου με το χρέος ; ρωτά με αγωνία ο διευθυντής.
-Ε!… Γράψε βαρελάς κύριε διευθυντά μου!
Κόκαλο ο τραπεζίτης.